Και ο αγώνας για το μειωμένο ΦΠΑ συνεχίζεται- Καταγγελία δημαρχων προς την επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων


Και ο αγωνας για το μειωμένο ΦΠΑ συνεχίζεται


Σε συνέχεια των συντονισμένων και συστηματικών δράσεων για την διατήρηση των μειωμένων συντελεστών στα νησιά,ο Δήμαρχος Λέσβου & Πρόεδρος της Π.Ε.Δ. Βορείου Αιγαίου Σπύρος Γαληνός, ο Δήμαρχος Χίου Μανώλης Βουρνούς, ο Δήμαρχος Σάμου Μιχάλης Αγγελόπουλος, ο Δήμαρχος Κω Γιώργος Κυρίτσης, ο Δήμαρχος Λέρου Μιχάλης Κόλιας και ο Δήμαρχος Ρόδου & Πρόεδρος της Π.Ε.Δ. Νοτίου Αιγαίου Φώτης Χατζηδιάκος, απέστειλαν την παρακάτω καταγγελία προς την επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την μη τήρηση του κοινοτικού δικαίου, σχετικά με την κατάργηση του μειωμένου συντελεστή στα νησιά του Αιγαίου.

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΜΗ ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

1.    Ιστορική βάση της καταγγελίας

Είναι γεγονός ότι τα νησιά χαρακτηρίζονται από ενδογενείς μειονεξίες, οι οποίες δημιουργούνται λόγω της περιφερειακότητας και της μεγάλης απόστασής τους από τους ηπειρωτικούς πόλους ανάπτυξης, του μικρού φυσικού και παραγωγικού μεγέθους τους, των περιορισμένων πόρων και της φυσικής νησιωτικότητας (εδαφική ασυνέχεια). Τα παραπάνω χαρακτηριστικά γνωρίσματα των νησιών έχουν, παγίως, αρνητικές συνέπειες, οι οποίες εκδηλώνονται, ιδίως, στις μεταφορές, στην πρόσβαση σε υπηρεσίες, στην απουσία εξωτερικών οικονομιών, στην εποχικότητα της ζήτησης και της απασχόλησης, στους δυσμενείς δημογραφικούς παράγοντες, στα περιβαλλοντικά προβλήματα, στους περιορισμένους φυσικούς πόρους και τα ειδικά εξωτερικά προβλήματα του Αιγαίου. Ειδικότερα όσον αφορά στη νησιωτική οικονομία, αυτή διακρίνεται από την ασυνέχεια του χώρου, τον κατακερματισμό των αγορών προϊόντων και εργασίας, τις αναλογικά αυξημένες απαιτήσεις σε υποδομές και εξοπλισμούς, το αυξημένο κόστος μεταφορών και την αδυναμία προσέγγισης στο απαιτούμενο επίπεδο αναπτυξιακής βάσης (συγκεντρώσεις πληθυσμού, ύπαρξη φυσικών πόρων κλπ.).
Από την ως άνω παράθεση των ιδιαίτερων χαρακτηρολογικών στοιχείων των νησιών προκύπτει, ότι αυτά χρήζουν μιας ιδιαίτερης προσοχής και μέριμνας προς διασφάλιση της βιώσιμης ανάπτυξής τους χάριν και των επόμενων γενεών. Ως εκ τούτου, η αρχή της νησιωτικότητας αναγνωρίζεται σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή της οικονομίας των νησιωτικών περιοχών.
Σε εθνικό επίπεδο, η αρχή της νησιωτικότητας κατοχυρώνεται ήδη στο Σύνταγμα της Ελλάδας και συγκεκριμένα στο άρθρο 101 παράγραφος 4, όπου ορίζεται ότι «Ο κοινός νομοθέτης και η Διοίκηση, όταν δρουν κανονιστικά, υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών και ορεινών περιοχών, μεριμνώντας για την ανάπτυξη τους» καθώς και στο άρθρο 106 παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας. Λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, από την ατμόσφαιρα και τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσματα, για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή ιδίως της οικονομίας των ορεινών, νησιωτικών και παραμεθόριων περιοχών».
Σε ενωσιακό επίπεδο, οι μεγάλες αναπτυξιακές διαφορές είναι ανεπίτρεπτες εντός της Κοινότητας, τόσο από οικονομική όσο και από κοινωνική άποψη. Για το λόγο αυτό, στο άρθρο 3 παράγραφος 3 περίπτωση γ’ της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπεται ότι η «Ένωση προάγει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών». Έτι περαιτέρω, η νησιωτικότητα αναγνωρίζεται ιδίως στο άρθρο 174 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. όπου δηλώνεται ότι «η Ένωση, προκειμένου να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη του συνόλου της, αναπτύσσει και εξακολουθεί τη δράση της με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής της συνοχής. Η Ένωση αποσκοπεί, ιδιαίτερα, στη μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και στη μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών. Μεταξύ των εν λόγω περιοχών, δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις αγροτικές περιοχές, τις περιοχές που συντελείται βιομηχανική μετάβαση και τις περιοχές που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα, όπως οι υπερβόρειες περιοχές που είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένες και οι νησιωτικές, διασυνοριακές και ορεινές περιοχές.».
Εν συνεχεία, το άρθρο 349 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει τη λήψη ειδικών μέτρων για ορισμένες εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης, λόγω της μεγάλης απόστασης, του νησιωτικού χαρακτήρα, της μικρής έκτασης, της δύσκολης μορφολογίας και του κλίματος καθώς και της οικονομικής εξάρτησης όσον αφορά έναν μικρό αριθμό προϊόντων.
Συνεπώς, είναι σαφές ότι η νησιωτικότητα αναγνωρίζεται ως ιδιαίτερη συνθήκη από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το νησιωτικό ζήτημα είναι οριζόντιο υπό την έννοια ότι η νησιωτική διάσταση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής και να προβλέπονται εξαιρέσεις ή ιδιαίτερη μεταχείριση με προβλεπόμενα αντισταθμιστικά μέτρα. Η συγκεκριμένη προσέγγιση ως προς τις βασικές αρχές της νησιωτικότητας γίνεται και από τον Οδικό Χάρτη για τη Νησιωτικότητα (συνέδριο: "Κυκλική οικονομία- εδαφική συνοχή - νησιωτικότητα", στη Μάλτα στις 8 Μαρτίου 2017) και το ψήφισμα της 4ης Φεβρουαρίου 2016 σχετικά με την ειδική κατάσταση των νησιών (2015/3014 (RSP). [Πρόταση από Iskra Mihaylova, εξ ονόματος της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης].
Η περίπτωση της Ελλάδας και δη των νησιών του Αιγαίου που αποτελούν το φυσικό σύνορο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να μην έχουν συμπεριληφθεί στο άρθρο 349 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής ένωσης ή σε κάποια άλλη αντίστοιχη διάταξη του πρωτογενούς δικαίου, εντούτοις, οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στα νησιά του Αιγαίου έχουν αναγνωριστεί σε λοιπά νομοθετήματα του παράγωγου δικαίου (Κανονισμοί, Οδηγίες). Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006 (2006/112/ΕΕ) σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας καθώς και οι Κανονισμοί 229/2013, 178/2014, 181/2014 σχετικά με τον καθορισμό ειδικών μέτρων για τη γεωργία στα μικρά νησιά του Αιγαίου. Στους εν λόγω, δε, κανονισμούς γίνεται σαφής και ρητή μνεία στις δυσχέρειες (λ.χ. επιπλέον δαπάνες μεταφοράς κλπ) οι οποίες προκαλούνται από το νησιωτικό χαρακτήρα, τη μικρή έκταση και την απόσταση από τις αγορές των μικρών (εξαιρείται η Κρήτη και η Εύβοια) νησιών του Αιγαίου.
Ειδικότερα, αναφορικά με την Οδηγία 2006/112/ΕΕ, στο άρθρο 120 αυτής ορίζεται ότι «Η Ελλάδα μπορεί να εφαρμόζει στους νομούς Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσου, Κυκλάδων και στα νησιά Θάσος, Βόρειες Σποράδες, Σαμοθράκη και Σκύρος χαμηλότερους συντελεστές έως 30 % από τους αντίστοιχους συντελεστές που εφαρμόζονται στην ηπειρωτική Ελλάδα.». Το ειδικό αυτό καθεστώς θεσμοθετήθηκε με τη Συνθήκη προσχώρησης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. το 1981 και διατηρήθηκε και μετά τη λειτουργία της Εσωτερικής Αγοράς με την εφαρμογή της Οδηγίας 92/77/Ε.Ο.Κ. (μετά από διαπραγματεύσεις) και ενσωματώθηκε τελικά στην Οδηγία 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, η οποία κωδικοποίησε όλη τη σχετική νομοθεσία.
Σε εθνικό επίπεδο το άρθρο 21 του Νόμου 2859/2000 ενσωμάτωσε και έθεσε σε εφαρμογή το καθεστώς μειωμένου κατά 30% συντελεστή ΦΠΑ στα νησιά. Η πολιτική επιλογή της εφαρμογής μειωμένων συντελεστών στα νησιά είναι πλήρως εναρμονισμένη με τις προαναφερθείσες εθνικές και κοινοτικές διατάξεις όσον αφορά στο νησιωτικό χώρο και ιδίως στα πιο απομακρυσμένα νησιά που αποτελούν το σύνορο της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο, πρόσφατα, παρακολουθούμε μια προσπάθεια κατάργησης του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου. Συγκεκριμένα, με το ν. 4334/2015, μεταξύ των άλλων φορολογικών μέτρων, καταργήθηκε σταδιακά το ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α. που ίσχυε για τα νησιά του Αιγαίου. Ειδικότερα, οι εφαρμοζόμενοι μειωμένοι κατά 30% συντελεστές καταργήθηκαν από 1.10.2015 στα αναπτυγμένα τουριστικά νησιά με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, από 1.6.2016 στα λιγότερο αναπτυγμένα νησιά και από 1.1.2017 και στα πλέον απομακρυσμένα νησιά (Άρθρο 1γ’ Γ. ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3). Στη συνέχεια, με το ν. 4446/2016 (άρθρο 118) παρατάθηκε μέχρι την 31.12.2017 το ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α. στα νησιά των ανατολικών συνόρων της χώρας που πλήττονται από την προσφυγική κρίση και ειδικότερα τα νησιά των νομών Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσου (εκτός Ρόδου και Καρπάθου). Τέλος, με το ν. 4509/2017 (άρθρο 74 παρ. 1) προβλέφθηκε η διατήρηση του Φ.Π.Α. - ως έχοντος – μέχρι την 30.6.2018 για τα νησιά Λέρο, Λέσβο, Κω, Σάμο και Χίο.
Παράλληλα, παρακολουθούμε τις Προτάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και τις Ανακοινώσεις της Επιτροπής για την τροποποίηση της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ όσον αφορά την εναρμόνιση και απλούστευση ορισμένων κανόνων στο σύστημα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, τους συντελεστές του ΦΠΑ και τη θέσπιση του οριστικού συστήματος για τη φορολόγηση των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών. Καθ’ όλη αυτή τη διαδικασία, παρατηρούμε την αδράνεια της Ελληνικής Κυβέρνησης να εξασφαλίσει εκ νέου το ειδικό αυτό καθεστώς για τα νησιά του Αιγαίου. Στον αντίποδα, βρίσκεται το παράδειγμα της Πορτογαλίας, η οποία -αν και είναι και αυτή χώρα που έχει υπαχθεί σε μνημονιακές δεσμεύσεις- βάσει της Πρότασης Οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, όσον αφορά τους συντελεστές φόρου προστιθέμενης αξίας, διατηρεί τη δυνατότητα εφαρμογής μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, όπως της είχε χορηγηθεί και στο παρελθόν. Έτσι στο άρθρο 100 προβλέπεται ότι «Η Πορτογαλία μπορεί, για τις συναλλαγές που διεξάγονται στις αυτόνομες περιοχές των Αζορών και της Μαδέρας και για τις άμεσες εισαγωγές στις δύο αυτές περιοχές, να εφαρμόζει συντελεστές κατώτερους από εκείνους που εφαρμόζονται στην ηπειρωτική χώρα. Ωστόσο, ο κανονικός συντελεστής δεν είναι κατώτερος του 15%.». Δυστυχώς, δεν υφίσταται αντίστοιχη πρόβλεψη για τα νησιά του Αιγαίου, αν και, όπως προαναφέρθηκε, έχουν ρητά αναγνωριστεί οι ιδιαίτερες δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι εν λόγω νησιωτικές επιλογές.
2.    Νομική βάση της καταγγελίας
2.1 Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και του ανταγωνισμού
Σύμφωνα με το άρθρο 9 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Σε όλες τις δραστηριότητές της, η Ένωση σέβεται την αρχή της ισότητας των πολιτών της, οι οποίοι τυγχάνουν ίσης προσοχής από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της…». Η αρχή, λοιπόν, της ίσης μεταχείρισης απορρέει από την ίδια τη Συνθήκη και επιβάλλει, σύμφωνα και με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρόμοιες καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, εκτός αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται αντικειμενικά.
Όπως προαναφέρθηκε, η Ελλάδα, μέσα από ενταξιακές διαπραγματεύσεις, έλαβε το δικαίωμα να εφαρμόσει ειδικό καθεστώς μειωμένου συντελεστή σε συγκεκριμένες νησιωτικές περιοχές για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους. Δυνατότητα εφαρμογής μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ χορηγήθηκε, επίσης, και σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης (άρθρα 6 και 110 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ – Πορτογαλία, Γαλλία, Ιταλία, Δανία, Φινλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρία, Ισπανία). Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, ότι οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ με γεωγραφικά κριτήρια αφορούν κυρίως νησιωτικές περιοχές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Δανία όπου ο ΦΠΑ δεν εφαρμόζεται στα νησιά Φερόε και στη Γροιλανδία, η Γερμανία όπου εξαιρείται το νησί Heligoland, η Ισπανία όπου εξαιρούνται τα Κανάρια νησιά, η Πορτογαλία όπου εξαιρούνται οι Αζόρες και η Μαδέρα και το Ηνωμένο Βασίλειο όπου εξαιρείται το Isle of Man.
Το ειδικό αυτό καθεστώς, που παρεκκλίνει από τα γενικώς ισχύοντα, συνάδει άρδην με τις προβλέψεις του άρθρου 174 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με την προώθηση της ανάπτυξης και των πλέον μειονεκτουσών περιοχών, όπως είναι και οι νησιωτικές. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου δεν αποτελεί ένα είδος προνομίου, αλλά, ένα αντισταθμιστικό μέτρο των ενδογενών δυσχερειών που αυτά καλούνται να αντιμετωπίσουν, λόγω της εδαφικής ασυνέχειας, του μικρού μεγέθους, της δυσκολίας των μεταφορών, της απομόνωσής τους που εν τέλει επιφέρουν επιπλέον κόστος ζωής.
Ακόμη και αν το εν λόγω μέτρο ήθελε θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση, αυτή πρέπει να κριθεί ως συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο, καθώς βάσει του άρθρου 107 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης «δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά: α) οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση, καθώς και των περιοχών που αναφέρονται στο άρθρο 349 λαμβάνοντας υπόψη τη διαρθρωτική, οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση… γ) οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον…». Συνεπώς, κατά τις ως άνω διατάξεις δεν θίγεται ο ελεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός και επιτρέπονται οι κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, που προορίζονται για τις κοινωνικά και οικονομικά μειονεκτούσες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποσκοπούν στη μείωση της καθυστέρησης της ανάπτυξής τους (άρθρο 174 ΣΛΕΕ).
Πιο αναλυτικά, σκοπός αυτής της παρέκκλισης είναι να άρει τα μειονεκτήματα που που αντιμετωπίζουν οι νησιωτικές περιοχές και τα οποία θέτουν σε μειονεκτική θέση τους κατοίκους των, αποκλείοντάς τους από τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής. Χρησιμοποιείται, επομένως, για να δοθούν ίσες ευκαιρίες σε μειονεκτούσες περιοχές και ομάδες πληθυσμού της Ένωσης και να αποκατασταθεί με αυτόν τον τρόπο η πραγματική ισότητα. Το γεγονός αυτό καθιστά το εν λόγω αντισταθμιστικό μέτρο ένα μέσο υλοποίησης της ουσιαστικής ισότητας.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η ενδεχόμενη κατάργηση του άρθρου 120 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, που προβλέπει την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή για τα νησιά του Αιγαίου, αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, για το λόγο ότι τα ελληνικά νησιά θα αντιμετωπιστούν διαφορετικά και κατά τρόπο υποδεέστερο εν σχέσει με άλλες νησιωτικές περιοχές, αν και αντιμετωπίζουν παρόμοιες καταστάσεις.
Παράλληλα, μια τέτοια επιλογή αντίκειται και στην αρχή του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού, η οποία απορρέει από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, με την έννοια ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης αποσκοπεί στην ανάπτυξη υγιούς και αποτελεσματικού ανταγωνισμού.
Συγκεκριμένα, με την αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ στα ελληνικά νησιά ανεβαίνει υπέρμετρα όχι μόνο το τελικό κόστος ζωής των κατοίκων των εν λόγω νησιών, αλλά και το κόστος του νησιωτικού τουριστικού προϊόντος που αποτελεί μια από τις κύριες πηγές εισροής εσόδων τόσο για τις συγκεκριμένες περιοχές όσο και για τη χώρα συνολικά.
Ο τουρισμός, παρ’ όλη την ύφεση, είναι ο κλάδος που μέχρι σήμερα λειτουργεί αποδοτικά αποτελώντας μια σημαντική πηγή εσόδων. Το τουριστικό προϊόν αναμένεται να γίνει πιο ακριβό με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του τζίρου των τουριστικών επιχειρήσεων με ό,τι αυτό συνεπάγεται (π.χ. αύξηση ανεργίας). Παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο, ευνοούνται εμμέσως οι ανταγωνίστριες, σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, χώρες τόσο της ΕΕ (Ισπανία, Ιταλία κ.ά) όσο και της λεκάνης της Μεσογείου (Τουρκία, Μαρόκο κ.ά.). Όπως προκύπτει από επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της EUROSTAT, η Ελλάδα έχει τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ από όλες τις τουριστικές ανταγωνίστριες χώρες της ΕΕ, με εξαίρεση την Κροατία (24% Ελλάδα έναντι 25% Κροατία), ενώ οι συντελεστές ΦΠΑ της Ελλάδας είναι πολύ πιο υψηλοί εν σχέσει με υπαρκτούς ή δυνητικούς τουριστικούς ανταγωνιστές στη λεκάνη της Μεσογείου.
Συνεπώς, οι νησιωτικές περιοχές θα χάσουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα από τη φαρέτρα τους βλέποντας ότι το κρατικό mark up στις τιμές που παρέχουν είναι σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό που έχουν οι ανταγωνιστικοί τουριστικά προορισμοί.
Παρατηρείται, με άλλα λόγια, μια «νόθευση του ανταγωνισμού» με την κατάργηση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στα ελληνικά νησιά, τα οποία τίθενται σε υποδεέστερη θέση, σε σχέση με άλλους ευρωπαϊκούς - και μη -  τουριστικούς προορισμούς, και τα οποία καλούνται να σεβαστούν τους κανόνες του ανταγωνισμού και της ελεύθερης οικονομίας, χωρίς, όμως, να έχουν διαφυλαχθεί γι’ αυτά κανόνες ίσων όρων.
Συνεπώς, ο ανταγωνισμός περιορίζεται τεχνητά όταν οι παρεκκλίσεις εφαρμόζονται σε ορισμένες μόνο νησιωτικές περιοχές της Ευρώπης και καταργούνται για τα ελληνικά νησιά, καθώς αυτή η πολιτική επιλογή έχει ως συνέπεια την αδικαιολόγητα ευνοϊκή για τις μεν πρώτες και την αδικαιολόγητα δυσμενή για τις δεύτερες μεταχείριση.
Ως εκ τούτου, η κατάργηση του άρθρου 120 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ αντίκειται στο καθήκον τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της ανάπτυξης υγιούς και αποτελεσματικού ανταγωνισμού, οι οποίες συνιστούν θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου.
2.2 Παραβίαση της αρχής της καλή νομοθέτησης και ιδίως της αρχής της αναλογικότητας
Η καλή νομοθέτηση μπορεί να οριστεί ως η νομοθετική πολιτική που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας των νομοθετικών ρυθμίσεων βασισμένη στην αξιολόγηση των συνεπειών τους στην οικονομία και την ανταγωνιστικότητα. Η πολιτική για την καλή νομοθέτηση αποτέλεσε μείζον πολιτικό και διοικητικό στόχο για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και για τα επιμέρους κράτη – μέλη.
Η αρχή της καλής νομόθετησης διέπεται από επιμέρους αρχές, οι οποίες πρέπει να τηρούνται και να λαμβάνονται υπόψη κατά τη θέσπιση νέων ρυθμίσεων. Μια από τις εν λόγω αρχές είναι λόγου χάρη η πρωταρχική αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αρχή της αναλογικότητας αναλύεται ως η επιλογή της πιο κατάλληλης και πρόσφορης ρύθμισης, η οποία θα ανταποκρίνεται στον επιδιωκόμενο σκοπό, μέσω της επιλογής του λιγότερο δυσμενούς μέτρου.
Εν συνεχεία, προκειμένου να επιτυγχάνεται ο στόχος της καλής νομοθέτησης χρησιμοποιούνται διάφορα εργαλεία, όπως είναι επί παραδείγματι η Έκθεση Αξιολόγησης Συνεπειών Ρυθμίσεων (Regulatory Impact Analysis). Η Έκθεση Αξιολόγησης Συνεπειών Ρυθμίσεων συνίσταται στην ανάλυση των κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων που επιφέρει μια ρύθμιση σε κόστος και οφέλη από την εφαρμογή της. Το εργαλείο αυτό χρησιμοποίειται για να εξεταστούν πιο συστηματικά και εκ των προτέρων οι ενδεχόμενες επιπτώσεις της προτεινόμενης ρύθμισης/τροποποίησης στην οικονομία, την κοινωνία, το περιβάλλον και τον πολίτη. Παράλληλα, αυτή η ανάλυση των κανονιστικών επιπτώσεων αποτελεί και το εργαλείο προκειμένου να διαπιστωθεί αν τηρήθηκαν οι αρχές της αναλογικότητας και της καταλληλότητας της ρύθμισης.
Από τα ως άνω προκύπτει, ότι κατά τη διαδικάσια λήψης αποφάσεων στην Ένωση απαραίτητη προϋπόθεση συνιστά η διενέργεια μελέτης αντικτύπου των πολιτικών που πρόκειται να υιοθετηθούν. Εντούτοις, δεν διεξήχθη εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης μελέτη σχετική με την κατάργηση του μειωμένου κατά 30% συντελεστή ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν έχει εκπονηθεί μια τέτοια μελέτη δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν μια τέτοια κατάργηση σέβεται κατ’ αρχάς την αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια ότι δεν αποδεικνύεται ότι το εν λόγω μέτρο είναι πρόσφορο, αναγκαίο και το λιγότερο επαχθές για τις περιοχές αυτές με τις ιδιαίτερες συνθήκες που τις συνοδεύουν. Επιπλέον, μέσω μιας οικονομοτεχνικής μελέτης θα προβλέπονταν το κόστος και τα οφέλη από την κατάργηση του μειωμένου συντελεστή και ιδίως κατά πόσο τα αναμενόμενα οφέλη υπερσκελίζουν το κόστος που καλούνται να επωμιστούν τα εν λόγω νησιά του Αιγαίου και οι κάτοικοί τους.
Μάλιστα, στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί, ότι, βάσει δεδομένων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η συνεισφορά των περιφερειών που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ στα κρατικά έσοδα δεν θεωρείται τόσο σημαντική ούτως ώστε η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ κατά 30% να βελτιώσει σημαντικά τα κρατικά έξοδα. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτά τα δεδομένα δημιουργούνται σοβαρά ερωτηματικά σχετικά με τη συμβατότητα της κατάργησης του μειωμένου συντελεστή στα νησιά του Αιγαίου με τα άρθρα 5 και 9 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και το άρθρο 174 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Δήμαρχος Σάμου
Ο Δήμαρχος Λέσβου
Ο Δήμαρχος Χίου
Ο Δήμαρχος Κω
Ο Δήμαρχος Λέρου
Μιχάλης Αγγελόπουλος
Σπύρος Γαληνός
Μανώλης Βουρνούς
Γιώργος Κυρίτσης
Μιχάλης
Κόλιας

Ο Δήμαρχος Ρόδου &
Πρόεδρος ΠΕΔ Ν. Αιγαίου εκ μέρους 34 νησιώτικών δήμων


Φώτης Χατζηδιάκος