«Λέσβος, νησί παραμελημένο και αδικημένο….»


του Τάκη Χαραλ. Ιορδάνη**

 

Δημοσιεύθηκε στο « Αιολίδα» το περιοδικό

του Συλλόγου  “ Λεσβιακής Παροικία”  Αθηνών

Τεύχος 78, Ιανουάριος-Μάρτιος 2021 σελ. 41

 

«Λέσβος, νησί παραμελημένο και αδικημένο…»

Το νησί μας, «πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους»  κατά πως το εξύμνησε ο μεγάλος συμπατριώτης μας Οδυσσέας Ελύτης, έχει όλες τα  χαρακτηριστικά και ιδιότητες ενός μεγάλου νησιού.

Για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος του, αρκεί να πούμε ότι έχει  πενταπλάσια έκταση ενός νησιώτικου κράτους, εκ των 27της Ε.Ε., της Μάλτας. Έχει έκταση 1.630 τ.χλμ., ακτογραμμή 460 χλμ. και απόσταση χωριών απ’την πρωτεύουσα που φθάνει ακόμη και τα 100 χλμ.(Σίγρι).  Η οικονομία του είναι αυτή του πρωτογενούς τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία), αφού η μεταποίηση (βιοτεχνία, βιομηχανία) αλλά και οι υπηρεσίες (τουρισμός, κ.άλ.), ουδέποτε μπόρεσαν να αποτελέσουν κύριους παράγοντες της, στα 108 χρόνια του ελευθέρου εθνικού του βίου.

Ως σήμα κατατεθέν του, θα μπορούσε να  έχει τον ελαιώνα του. Και αυτό θα μπορούσε να είναι και σωστό, λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι συνεισφέρει στην ετήσια  παραγωγή λαδιού της χώρας  κατά 10% περίπου και σε απόλυτους αριθμούς περίπου 30.000 τόννους. Λάδι μάλιστα εξαιρετικής ποιότητας που κατά το μεγαλύτερο μέρος του αγοράζεται χύμα από τους Ιταλούς. Αυτοί, το συσκευάζουν κατά πως ξέρουν  και το προωθούν ως Ιταλικό, στις διεθνείς αγορές, σε  τιμές δεκαπλάσιες και πάνω, της αγοράς του απ’το νησί μας.  

Βέβαια αυτά ίσχυαν ως τότε που η επάρατη παγκοσμιοποίηση έχει οδηγήσει τις τιμές του λαδιού στα τάρταρα. Πέρυσι, ο άσσος είχε τιμή 1,50 Ευρώ/κιλό. Τιμή, που δεν μπορεί να καλύψει ούτε το μεροκάματο του ραβδιστή. Έτσι πολλοί ελαιοπαραγωγοί έχουν φθάσει στο σημείο να μαζεύουν  τόσες ελιές, όσο να βάζουν μόνο τη σοδειά τους σε λάδι. Αποτέλεσμα αυτού είναι ο άλλοτε χρυσοφόρος κραταιός ελαιώνας του, σήμερα σιγά-σιγά,  εγκαταλείπεται. 

Στην Ανατολική και Νότια Λέσβο εκεί όπου επικρατούν  ασβεστολιθικά πετρώματα  και μάρμαρα έχουμε σχεδόν μονοκαλλιέργια της ελιάς. Στο υπόλοιπο νησί  που αναπτύσσονται  ηφαιστειακές εκτάσεις ή   αλουβιακές πεδιάδες, πάντα επικρατούσε η κτηνοτροφία και η γεωργία. Η τελευταία, ήταν η προσιδιάζουσα  στην ποιότητα των εδαφών, στη μεγάλη ηλιοφάνεια και γενικά στις εξαιρετικές κλιματολογικές συνθήκες του νησιού μας.

Στις πεδιάδες και κοιλάδες της Καλλονής, Ερεσού, Αντίσσης, Σκαλοχωρίου, Σιγρίου επί χρόνια καλλιεργούνταν καπνά, σιτηρά, βαμβάκι, αμπέλια και άλλα.

Τα καπνά, άρχισαν να καλλιεργούνται επί Τουρκοκρατίας, αρχές  του εικοστού αιώνα και έφθασαν στο μέγιστο τους μετά τη Μικρασιατική καταστροφή όταν εξειδικευμένα χέρια απ’ τη Μικρά Ασία, αλλά και η ανάγκη για εργασία είχε το αποτέλεσμα να καπνοκαλλιεργηθούν ακόμη και λαχανόκηποι.

Η καλλιέργειά τους γινόταν όπου υπήρχαν κατάλληλες πεδινές εκτάσεις σ’όλο  το νησί. Τα καλλιεργούμενα  καπνά  ήταν κυρίως τα μυρωδάτα Ανατολής, αντίστοιχα αυτών της Μικρασίας και κατείχαν αρίστη θέση μεταξύ αυτών, του είδους τους. 

Εξάγονταν κυρίως στην Ευρώπη (Αγγλία , Γερμανία, κ.λπ.) απ’ όπου εκτοπίστηκαν, όταν η Τουρκία άρχισε να εξάγει μαζικές ποσότητες δικών της μυρωδάτων Ανατολής, σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Αυτό υπήρξε κτύπημα μη αντιστρεπτό , κατά της Λεσβιακής καπνοκαλλιέργειας, που τελικά  σταμάτησε τη δεκαετία του ’60. 

Τα σιτηρά υπήρξαν για χρόνια βασική καλλιέργεια των κάμπων του νησιού, ειδικότερα του μεγάλου κάμπου της Καλλονής. Όμως, όταν η παραγωγικότητά τους υπερσκελίστηκε από εκείνες  της  Μακεδονίας, Θεσσαλίας, κ.αλ., λόγω της μεγάλης εκμηχάνισης, της εκεί αντιστοίχου καλλιέργειας, τα παραγόμενα σιτηρά μας κατέστησαν μη ανταγωνιστικά, με αποτέλεσμα να  σταματήσει  η σιτοκαλλιέργεια.

Η αμπελοκαλλιέργεια που ευδοκιμούσε στο νησί από την κλασική αρχαιότητα, με κρασιά περίφημα ανά την υφήλιο, κατά τις αρχές του 20ου αιώνα γνώρισε  άνθιση. Όμως μετά τον Β! Παγκόσμιο, άρχισε να μειώνεται συνεχώς και σήμερα αυτή έχει περιοριστεί σε επίπεδο οικογενειακής χρήσης.

Ακόμη, στα ορεινά εδάφη της Κεντρικής, Βόρειας  και Δυτικής Λέσβου αναπτύσσονται εκτεταμένες εκτάσεις αυτοφυών βαλανιδιών.

Το  βαλανίδι τους, αποτελούσε, για πολλούς ιδιοκτήτες εξαιρετική πηγή εσόδου, αφού δεν ήθελε ούτε όργωμα, ούτε κλάδεμα, ούτε άλλης μορφής περιποίηση.

Το μόνο που χρειαζόταν ήταν το ράβδισμα, μάζεμα, ξήρανση και προώθηση στο έμπορο.

Τούτο ως τη δεκαετία του 60, που βρέθηκαν χημικές ουσίες, ιδιαίτερα ανταγωνιστικές  και αντικατέστησαν  τη φυσική τανίνη των βαλανιδιών στην κατεργασία των δερμάτων στα ταμπάκικα (το τελευταίο μεγάλο τέτοιο εργοστάσιο ήταν του Σουρλάγκα στη Γέρα). Τότε σταμάτησε πιά το μάζεμα του βαλανιδιού. Έτσι και αυτή η πηγή πλούτου έπαψε να υπάρχει στο νησί μας. 

Ο μόνος τομέας που έχει μια σταθερότητα είναι η κτηνοτροφία(προβατοτροφία) όπου το ζωϊκό κεφάλαιο έχει αυξητική τάση, βασικό όμως μειονέκτημα, τη συνεχή μείωση των ποιμένων.  

Η απώλεια  ουσιωδών  εισοδημάτων στο νησί μας κατά την προηγηθείσα ανάλυση, αποτέλεσε  τη βασική αιτία του «φουσκώματος» της μετανάστευσης της Λεσβιακής νεολαίας απ’τα χωριά μας, κατά τις δεκαετίες  ’50, ’60 που συνεχίστηκε ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Μέσα σ’αυτή τη τριακονταετία, λόγω της μετανάστευσης χάθηκε περίπου 30% του πληθυσμός του. Σε απόλυτους αριθμούς  περίπου 38.000 άτομα. 

Βάσει των στοιχείων της τελευταίας  εθνικής απογραφής(2011) τούτος έχει συρρικνωθεί στα 85.000 περίπου άτομα. Μάλιστα, σε σχέση προς την απογραφή του 2001, παρουσίασε  μια μεγάλη μείωση, της τάξεως του 7% !!, όταν  η αντίστοιχη μείωση του πληθυσμού της χώρας  ήταν ~ 1,4 %. Δηλ.  του νησιού μας ήταν πενταπλάσια!!!, αυτής της σε εθνική κλίμακα. Ας ληφθεί  δε υπ’όψη ότι ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού αυτού, εκτιμάται περί  τα 10.000 άτομα, είναι αλλοδαποί, κυρίως Αλβανοί(το 1991 ήταν ~ 500, το 2001 ~ 5.000). Δηλ. ο  γηγενής πληθυσμός το 2011 ήταν περίπου 75.000 άτομα, ήτοι τόσος όσος μετά το «μεγάλο θανατικό» του 1836. 

Αν λάβουμε υπ’ όψη μας, ότι στην απογραφή του 1928 ο πληθυσμός του νησιού  ήταν137.160 άτομα,  σημαίνει ότι μέσα σ’ένα αιώνα, έχασε κοντά το μισό(45%). 

Κάποιος θα μπορούσε να πει, καλά, οι κρατούντες στο νησί μας δεν έβλεπαν όλα αυτά τα χρόνια το ότι η γεωργική του παραγωγή βρισκόταν σε μόνιμη πτωτική πορεία;

Τι έκαναν για να του δώσουν προοπτική μέλλοντος;

Εκ του αποτελέσματος; Τίποτα.

Τούτο φαίνεται πολύ απλά, βλέποντας ότι μετά από ένα αιώνα και πλέον πιά ελεύθερου εθνικού βίου, οι δρόμοι του νησιού είναι αυτοί που χαράχτηκαν επί Αβδούλ Χαμήτ του αιμοσταγούς,  το λιμάνι του είναι μόνο ένα, αυτό της Μυτιλήνης,  το αεροδρόμιό του είναι αυτό που δημιουργήθηκε επί Γερμανοκατοχής για τις πολεμικές ανάγκες των κατακτητών,  η ηλεκτρενεργαική του κάλυψη γίνεται με το ανεπαρκές, επί ~50 χρόνια  πεπαλαιωμένο εργοστάσιο στου Καλαμάρη, και άλλα τέτοια.

 Όλα αυτά οφείλονται στην  εκ μέρους της Πολιτείας παντελούς έλλειψης προσοχής και φροντίδας προς το νησί μας, αφού ποτέ  δεν στόχευε  στην σ’αυτό πραγματοποίηση των απαιτουμένων  και δικαιουμένων δημοσίων  επενδύσεων. Τελικό συνεπακόλουθο; Οι ιδιωτικές  επενδύσεις  που θα μπορούσαν να γίνουν, ώστε να αξιοποιηθούν οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του νησιού, να μη γίνουν ποτέ.

Είναι χαρακτηριστικό να αναφερθεί ότι απ’τα τέσσερα πρώτα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης   της Ε.Ε.  που αναλογικά δικαιούμασταν  κονδύλια του ενός δισ. Ευρώ, μας ήλθαν λιγότερα των 150 εκατομ. Ευρώ (συμπεριλαμβανομένων και των κονδυλίων του υπό κατασκευή οδικού άξονα Καλλονής- Σιγρίου) εκ της αβελτηρίας, αδυναμίας, άγνοιας, κ.άλ., των ταγών μας.

Λαμβάνεται υπ’ όψη, ότι το τρέχον έτος(2021) είναι έτος γενικής απογραφής. Άραγε τι  αποτελέσματα θα έχουμε; Χωρίς να διαθέτω κασσάνδρειες ικανότητες, πολύ φοβούμαι ότι τα πράγματα θα είναι χειρότερα. Πέραν της τραγικής περιπέτειας του νησιού μας εκ του μεταναστευτικού/προσφυγικού κατά την παρελθούσα δεκαετία, ας ληφθεί υπ’ όψη ένα καθοριστικό δεδομένο, η σ’αυτό υπογεννητικότητα. Τούτο το δείχνει, το ποσοστό ηλικιωμένων του νησιού μας που είναι 23,4%, όταν για σύγκριση,  της Ρόδου που παρουσιάζει  συνεχώς αύξηση πληθυσμού,  είναι μόνο 14,1%.

Εύχομαι,  να διαψευσθώ.

 

** του  Τάκη Χαραλ. Ιορδάνη ( Ph.D.)

- Προέδρου του Συνδέσμου Προβληματισμού & Παρέμβασης

για την Ανάπτυξη της Λέσβου «ΠΙΤΤΑΚΟΣ Ο ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ»,

- π. Διευθύνοντος Συμβούλου της Ελληνικής Βιομηχανίας Όπλων,

-  π. Πρόεδρου του Πανελληνίου Συλλ. Μεταλλειολόγων Μηχανικών.