"Τα δέντρα που γελάνε" στην Καλλονή


Γράφει η Fereniki Tsamparli (από το facebook)

Ένα παραμύθι και δυο κατασκευές για το πάρκο με... "τα δέντρα που γελάνε" στην Καλλονή.

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό, κάπου ανάμεσα σ' ανατολή και δύση, υπήρχε ένα μικρό πάρκο.

Στο πάρκο αυτό, με τα δέκα δέντρα και τη μικρή λιμνούλα, από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ αντηχουσαν καθημερινά οι φωνές των μικρών παιδιών του χωριού, που έπαιζαν ανέμελα στο καταπράσινο γρασίδι. Ώσπου μια μέρα μεγάλο κακό βρήκε τον πλανήτη γη και το μικρό μας το χωριό.



Οι άνθρωποι έπρεπε να κλειστούν στα σπίτια και να μη βγαίνουν έξω από αυτά πάρα μόνο σε μεγάλη ανάγκη.

Τα μικρά παιδιά δεν πήγαιναν πουθενά ούτε καν στο σχολείο, πόσο μάλλον στο πάρκο που παλιότερα έπαιζαν κρυφτό ή σκαρφάλωναν στα δέντρα.

Κάθε μέρα το πάρκο γίνονταν όλο και πιο ερημικό. Τόσο μάλιστα που μέχρι και τα πουλιά δεν κελαηδουσαν πια με την ίδια με πριν χάρη.

Κάθε βράδυ τα δέντρα μιλούσαν μεταξύ τους και αναστεναζαν βαριά κουνώντας τα κλαδιά τους.

 

- Μα γιατί δεν έρχονται πια τα παιδιά? Που κρυφτηκαν όλα μαζί; ρωτούσαν το ένα το άλλο.

Ώσπου μια μέρα ο Μουστακαλής Φαφούλης, το πρόσχαρο γέρικο δέντρο, είπε

- Νομίζω πρέπει να κάνουμε κάτι για να έρθουν ξανά τα παιδιά στο πάρκο.

- Ναι ναι, είπε ο χαρωπός νεαρός Δεντρούλης, τι προτείνεις Φαφούλη;

- Προτείνω να δείξουμε στα παιδιά το αληθινό μας πρόσωπο. Να τους δείξουμε πόσο τα αγαπάμε και πόσο μας λείπουν.

- Ναι, ναι τέλεια ιδέα, είπαν όλα μαζί τα δέντρα του πάρκου .

 

Έτσι την άλλη μέρα τα δέντρα δεν ήταν πια ίδια. Δεν ήταν απρόσωπα.

Από τα παράθυρα των σπιτιών τους τα μικρά παιδιά είδαν αυτή την αλλαγή κι ενθουσιάστηκαν και ζήταγαν από τους γονείς τους να τα πάνε στο πάρκο γιατί κάτι μαγικό συνέβαινε.



Ένα ένα τα παιδιά άρχισαν να καταφθάνουν στο πάρκο. Τα πουλιά που τα είδαν από ψηλά πέταξαν κι αυτά προς τα εκεί. Σε λίγο στο πάρκο ακούγονταν και πάλι τα πουλιά να κελαηδουν και τα παιδιά να φωνάζουν χαρούμενα τρέχοντας μια προς τον Φαφούλη, μια προς το Δεντρουλη και μια προς τ άλλα δέντρα που έδειχναν πια το αληθινό τους πρόσωπο, το γεμάτο χαρά για τη ζωή που επανήλθε στο πάρκο.

Και ζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.