Η ερωτευμένη φοιτήτρια στο Σίγρι του 1955


Δημοσιεύουμε άρθρο του 2016 από την Καθημερινή με αφορμή την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου…



Τ​​ο έχουμε ξαναγράψει: τα οικογενειακά συρτάρια κρύβουν θησαυρούς. Κιτρινισμένα κουτιά με φίρμες άλλων εποχών, κουτιά που παρέμεναν κατάκλειστα και ανοίγουν για κάποιο λόγο και αποκαλύπτουν φωτογραφίες, καρτ ποστάλ, γράμματα. Κάπως έτσι έφτασε στα χέρια μου η αλληλογραφία δύο ερωτευμένων Αθηναίων της δεκαετίας του ‘50. Ο άντρας κοντά στα 30, εργαζόμενος στο κέντρο της πόλης. Η γυναίκα αρκετά νεότερη, φοιτήτρια, που κάνει διακοπές στο Σίγρι συντροφεύοντας τους γονείς της, οι οποίοι βρίσκονται με μετάθεση σε αυτό το απομονωμένο, τότε, ψαροχώρι της Λέσβου.

Τα γράμματα, τακτικότατα και πυκνογραμμένα, πηγαινοέρχονται με σφραγίδες από τα ταχυδρομεία του μικρού χωριού, της Μυτιλήνης και της πλατείας Συντάγματος. Ο έρωτας αναβλύζει σε κάθε δεύτερη φράση, αλλά πάντα θα μου κάνει εντύπωση πόσες παράλληλες ιστορίες διατρέχουν αυτά τα φαινομενικά «μονοθεματικά» κείμενα... Και πόσα συναρπαστικά τεκμήρια του τότε που κληρονομούνται στους τυχερούς επίγονους του σήμερα.

Επιλέγω αποσπάσματα από τα γράμματα της γυναίκας που περνάει τα καλοκαίρια της στο Σίγρι, γιατί σκοντάφτεις συνέχεια πάνω σε καταπληκτικές λεπτομέρειες της θερινής της ρουτίνας στο νησί.

«Η ζωή μου εδώ, αγάπη μου, είναι πια στερεότυπη. Διαβάζω και δεν βγαίνω παρά στις 12 με 1 το μεσημέρι πριν απ’ το φαΐ για μπάνια (η μόνη μου ψυχαγωγία) και στις 7.30 το βράδυ ένα μακρινό περίπατο με τη μαμά. Κι έπειτα πάλι διάβασμα».

Ο ρομαντικός έρωτας της εποχής είναι πάντα παρών: «Είναι κιόλας 24 σχεδόν ώρες που βρισκόμαστε μακριά ο ένας από τον άλλο. Ολόκληρο το γαλανό Αιγαίο απλώνεται ανάμεσά μας με τη γαλήνη του, θέλοντας να κάμει πιο αισθητό το χάσμα που μας χωρίζει». Στιγμές ανεμελιάς: «Ο κόσμος εδώ είδε τα μελτέμια και δεν κάνει μπάνια πια. Η μόνη που πηγαίνω στην πλαζ ολομόναχη κάθε πρωί είμαι εγώ. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα έκανα το 12ο μπάνιο. Το πόσο όμως έχω μαυρίσει είναι απερίγραπτο. Εβγαλα το άχτι μου...». Αλλά και παράπονο και ανησυχία, δεκαετίες πριν εμφανιστούν το Ιντερνετ και τα smartphones: «Αδικα περίμενα προχθές με το ταχυδρομείο της Πέμπτης γράμμα σου. Κι ήμουν τόσο σίγουρη πως θα είχα, βασιζόμενη στα όσα μου έγραψες στο προηγούμενο ώστε στεναχωρήθηκα λιγάκι. Τώρα, όμως, μου ‘χει περάσει και μονάχα ανησυχώ μην σου συνέβη τίποτα το δυσάρεστο και σε εμποδίσει να μου γράψεις».

Η αλληλογραφία θα διαρκέσει για πολλά χρόνια, όσα χρειάστηκαν για να τελειώσει τις σπουδές της η ερωτευμένη φοιτήτρια του ‘50, επισημοποιηθεί ο δεσμός και παντρευτούν.

Σήμερα, μια (κοινή) ζωή μετά, προσφέρουν μια αίσθηση συνέχειας αλλά και αθανασίας. Και πόσο ανάγκη τα έχουμε και τα δύο.