O Άγιος Λουκάς από την Ανδριανοπουλη που απαγχονίστηκε από τους Τούρκους στη Μυτιλήνη


Ο Αδριανουπολιτης Άγιος Λουκάς που μαρτύρησε για τον Χριστό στην Μυτιλήνη


Εδώ πολλές εβδομάδες κρατούνται στις φύλακες υψίστης ασφαλείας της Ανδριανοπουλης 2 Έλληνες στρατιωτικοί.

Η Ανδριανουπολη είναι μια ιστορική πόλη καθώς εκεί γεννήθηκε ο Άγιος Λουκάς ο όποιος απαγχονίστηκε στη Μυτιλήνη

Ο Άγιος Λουκάς

Ο Άγιος Λουκάς, γεννήθηκε από τον Αθανάσιο και τη Δομνίτσα στην Αδριανούπολη της Θράκης. Σε ηλικία έξι χρονών έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του τον παρέδωσε σ’ έναν Ζαγοραΐο πραγματευτή, με τον όποιο εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη.



Όταν ήταν 13 χρονών ο Λουκάς, φιλονίκησε μ’ ένα τουρκόπουλο έξω από το σπίτι του κυρίου του και το έδειρε. Αυτό το είδαν οι εκεί παρευρισκόμενοι Τούρκοι και όρμησαν με θυμό εναντίον του Χριστιανόπουλου. Ο Λουκάς για ν’ αποφύγει την τιμωρία είπε στους Τούρκους: «Αφήστε με και ‘γώ θα τουρκέψω». Τότε καταλάγιασε ο θυμός των Τούρκων και τον πήγαν σ’ ένα ευγενή Τούρκο, που πέτυχε τον εξισλαμισμό του.

Ελεγχόμενος όμως από τη συνείδηση του, ο Λουκάς ζήτησε τη βοήθεια του κυρίου του από τη Ζαγορά, ο όποιος και προσπάθησε να τον απελευθερώσει με την επέμβαση της Ρωσικής Πρεσβείας. Αλλά η Ρωσική Πρεσβεία, για ν’ αποφύγει τυχόν ανωμαλίες, είπε ότι θα δεχόταν τον Λουκά μόνο αν αυτός διέφευγε από το σπίτι του Τούρκου αφέντη του. Πράγματι μετά από λίγες ήμερες ο Λουκάς κατόρθωσε και απόδρασε από το σπίτι του αφέντη του και αφού, επιβιβάστηκε σε πλοίο πήγε στη Σμύρνη, και από ‘κεί στη Θήρα. Εκεί με τη συμβουλή ενός πνευματικού ήλθε στο Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε αρκετά. Εκεί αφού γύρισε διάφορες Σκήτες και Μονές, τελικά έκάρη μοναχός στη Μονή Σταυρονικήτα. Τον κατέλαβε όμως ό πόθος του μαρτυρίου και αναχώρησε για τη Μυτιλήνη κατά τον Μάρτιο του 1802 μ.Χ.

Λόγω κάποιου γεγονότος, η Μυτιλήνη εκείνη την εποχή βρισκόταν σε μεγάλη αναταραχή. Ο Λουκάς, με τις ευχές των Πατέρων του Αγίου Όρους, παρουσιάστηκε στον κριτή της πόλης και ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό. Παρά τις κολακείες και τους φοβερισμούς των Τούρκων, ο Θρακιώτης μάρτυρας παρέμεινε αμετακίνητος στην πίστη και την απόφαση του να μαρτυρήσει. Οδηγούμενος προς τον Ναζήρη, στο δρόμο συνάντησε τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης, που τον πήγαιναν στο κριτήριο, έσκυψε του φίλησε το χέρι και ζήτησε τις προσευχές του. Για την ενέργεια του αυτή, οι συνοδοί Τούρκοι τον έδειραν ανελέητα.

Μπροστά στον Ναζήρη, ο Λουκάς με ευτολμία κήρυξε τον Χριστό και κατηγόρησε τη μουσουλμανική θρησκεία. Μετά από τριήμερη προθεσμία, που εξέπνευσε χωρίς αποτέλεσμα για τους Τούρκους, ο Ναζήρης εξέδωσε καταδικαστική απόφαση. Έτσι στις 23 Μαρτίου 1802 μ.Χ., ο Λουκάς άπαγχονίστηκε στη Μυτιλήνη και έλαβε το ένδοξο στεφάνι του μαρτυρίου. Το Άγιο λείψανο του παρέμεινε για τρεις μέρες στην αγχόνη, κατόπιν το έριξαν στη θάλασσα.

Σχ: Αυτοί μαρτύρησαν για τον Χριστό και εμείς καταντησαμε να βλέπουμε τουρκοσίριαλ  την ώρα που ο ¨σουλτάνος¨ ακόμη και σήμερα κρατά δύο ομήρους.

Ο άγιος Λουκάς από την Αδριανούπολη

Ήταν η τρίτη μέρα που βρισκόταν σ΄ αυτό το κελί ο Λουκάς. Όμως η εξάντληση, η πείνα και τα βασανιστήρια δεν θα τον λύγιζαν. Ήταν αποφασισμένος να δώσει τη ζωή του για τον Χριστό. Ήταν μια απόφαση που την είχε πάρει εδώ και καιρό και θα την τηρούσε μέχρι το τέλος. Οι προσευχές των ιερέων του ναού της Αγίας Βαρβάρας, τους οποίους είχε γνωρίσει μόλις πριν από λίγες μέρες, του έδιναν δύναμη. Το δεκαπεντάχρονο παλικάρι αναλογίστηκε τον βίο του αγίου Θεοδώρου του Βυζάντιου και συγκινήθηκε. Στο ίδιο νησί, αυτό της Μυτιλήνης, είχε αναζητήσει κι αυτός ο νεομάρτυρας μαρτυρικό θάνατο πριν από εφτά χρόνια. Ο Λουκάς θα ακολουθούσε το παράδειγμά του.

Εκείνες τις τελευταίες στιγμές, περνούσαν σαν αστραπές από το μυαλό του τα πρόσωπα των ανθρώπων που είχαν στιγματίσει τη ζωή του. Πρώτα η μητέρα του στην Αδριανούπολη. Μετά εκείνος ο καλός χριστιανός έμπορος από τη Ζαγορά, που τον φρόντιζε και τον είχε υπό την επίβλεψή του. Θυμήθηκε το ταξίδι που είχαν πάει μαζί στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ήταν που τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και τον ανάγκασαν να απαρνηθεί την πίστη του και να γίνει μουσουλμάνος. Όμως ο Λουκάς δραπέτευσε και, μετανιωμένος που αρνήθηκε τον Χριστό, έψαξε να βρει συγχώρεση στον πνευματικό του στη Σμύρνη και από εκεί στάλθηκε στο Άγιο Όρος.

Σε εκείνον τον άγιο τόπο ήταν που γνώρισε τον γέροντα Βησσαρίωνα. Ο μοναχός αυτός ήταν που συμπαραστάθηκε στον Λουκά τόσο πολύ. Αυτός ήταν που άκουσε πρώτη φορά τον θερμό πόθο του νέου για μαρτυρικό θάνατο. Κι αυτός ήταν που τον συνόδευσε μέχρι τη Μυτιλήνη, για να του συμπαρασταθεί στην κρίσιμη τούτη ώρα.

Όμως ο Λουκάς ακούει φωνές. Γνωρίζει ότι κυριαρχεί μεγάλη αναταραχή στο νησί. Μια οκταμελής τούρκικη οικογένεια είχε φύγει από τη Μυτιλήνη, για να ασπαστεί τη χριστιανική πίστη. Οι Τούρκοι, έξαλλοι, ψάχνουν να τους βρουν.

Ξαφνικά η πόρτα του κελιού ανοίγει. Οι Τούρκοι τον σέρνουν για να τον οδηγήσουν στον κριτή. Όμως εκεί ο Λουκάς βλέπει τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιερεμία. Τον είχε καλέσει ο αγάς για ανάκριση σχετικά με την οικογένεια που είχε εξαφανιστεί. Ο Λουκάς ξεφεύγει για λίγο από τα χέρια των μουσουλμάνων και τρέχει να φιλήσει το χέρι του Δεσπότη. Τον παρακαλεί να προσεύχεται γι΄ αυτόν, γιατί είναι έτοιμος να διαβεί τον δρόμο του μαρτυρίου. Ο μητροπολίτης του δίνει συγκινημένος την ευχή του.

Ο Λουκάς οδηγείται ξανά στο κελί του. Ο κριτής μάταια είχε προσπαθήσει να τον πείσει να αλλάξει την απόφασή του. Ο δεκαπεντάχρονος νέος πέφτει στα γόνατα και προσεύχεται με θέρμη. Η κούραση, η πείνα, τα βασανιστήρια τον έχουν εξαντλήσει. Όμως αυτός βρίσκει τη δύναμη για προσευχή. Προσεύχεται για την ψυχή του, που σε λίγο θα την παραδώσει με προθυμία στον Χριστό.



Μετά από λίγες μέρες οδηγούν το Λουκά στην αγχόνη. Πριν την εκτέλεση του ο νεαρός δηλώνει περήφανα: «Τον Χριστό μου προσκυνώ και λατρεύω». Με αυτά τα λόγια παραδόθηκε στην αγκαλιά του Κυρίου ο γενναίος αυτός νεομάρτυρας στις 23 Μαρτίου του 1802.
A.Η.Σ.

Πηγή: pemptousia.gr, Saint.gr

Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'.
Ασκητικώς προγυμνασθείς εν τω Άθω, τας νοητάς των δυσμενών παρατάξεις, την πανοπλίαν ώλεσας παμμάκαρ του Σταυρού, αύθις δε προς άθλησιν, ανδρικώς απεδύσω, κτείνας τους της πίστεως, αισθητούς πολεμίους, Οσιομάρτυς ξίφει νοητώ, διό εστέφθης, Λουκά διττοίς στέμμασι.

Κοντάκιον
Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Εν παννύχοις άσμασι, τους σε υμνούντας, και προς σε ορθρίζοντας, μετ` ευλαβείας ιεράς, σκέπε και φρούρει πρεσβείαις σου, Οσιομάρτυς Λουκά παναοίδιμε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Την λαμπράν σου Άθλησιν, ανευφημούμεν εκ πόθου, εν ωδαίς και άσμασιν, Οσιομάρτυς Κυρίου, ήλεγξας και γαρ την πλάνην των εκ της Άγαρ, έστησας Λουκά γενναίε τρόπαια νίκης, κατ` εχθρών των αοράτων, διό εστέφθης, αξίως παρά Χριστού.

Ὁ Οἶκος
Σος εστί Λόγος, Υιέ και Λόγε Θεού, και Θεέ προαιώνιε, ο χωρίς εμού λέγων, ου δύνασθε ποιείν ουδέν` διό καγώ ο ανάξιος, τη λαμπράν του Σου λαμπρού αριστέως, και Οσιομάρτυρος Λουκά, εκδιηγήσασθαι βουλόμενος άθλησιν, την σην εξαιτούμαι θείαν χάριν και έμπνευσιν. Ως ουν εκείνω ενέπνευσας, τους θείους του υπέρ σου Μαρτυρίου λογισμούς, ούτω καμού τη διάνοια έμπνευσον λόγον, ίνα δι` αυτού παραστήσω, όπως γενναίως αθλήσας, έστησε τρόπαια νίκης κατ` εχθρών ορατών και αοράτων, τη ση θεία δυνάμει ρωννύμενος, και αξίως εστέφθη τω της αφθαρσίας στέμματι, παρά σου του στεφοδότου Χριστού.

Μεγαλυνάριον
Δόξη Αθλοφόρε μαρτυρική, παρεστώς τω θρόνω, του παντάνακτος, και Θεού, μέμνησο των πίστει, την μνήμην σου τελούντων, Λουκά Οσιομάρτυς, Χριστού πανθαύμαστε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ως αστήρ ανέτειλας νοητός, άθλοις Μαρτυρίου, αποστίλβων και των παθών, την αχλύν ελαύνον, Λουκά Οσιομάρτυς, των επικαλουμένων σε μετά πίστεως.