10 χρόνια από την κορύφωση της κρίσης το 2015 – Η Λέσβος στην πρώτη γραμμή των αφίξεων

Το 2015, η Λέσβος βρέθηκε στο επίκεντρο μιας από τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές κρίσεις που γνώρισε η Ελλάδα. Σύμφωνα με στοιχεία της UNHCR, τον Ιανουάριο του 2015 καταγράφηκαν 737 αφίξεις στο νησί, ενώ τον Φεβρουάριο 1.002 και τον Μάρτιο 3.348. Τον Απρίλιο σχεδόν 5.000 και τον Μάιο πάνω από 7.200 πρόσφυγες και μετανάστες έφταναν στη Λέσβο καθημερινά, συχνά μέσα από επικίνδυνες συνθήκες από τα τουρκικά παράλια.

Η Μόρια, που αρχικά είχε χωρητικότητα περίπου 3.000 ατόμων, γρήγορα βρέθηκε υπερπλήρης, φιλοξενώντας το καλοκαίρι του 2020 σχεδόν 20.000 ανθρώπους, με 6.000 έως 7.000 παιδιά κάτω των 18 ετών. Η υπερπληθυστικότητα οδήγησε σε σοβαρά προβλήματα: πολλοί κοιμόντουσαν σε πάρκα και δημόσιους χώρους στη Μυτιλήνη, η βρωμιά και η έλλειψη καθαριότητας ήταν εμφανείς, ενώ αυξήθηκε και η εγκληματικότητα. Οι καταπατήσεις γειτονικών κτημάτων από πρόσφυγες και μετανάστες δημιούργησαν πρόσθετες εντάσεις στην τοπική κοινωνία.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 2020, η κατάσταση έφτασε σε κρίσιμο σημείο, όταν η φωτιά στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) της Μόριας κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά τη δομή, αφήνοντας περίπου 25.000 ανθρώπους χωρίς στέγη και πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες. Η καταστροφή οδήγησε στην άμεση ανάγκη δημιουργίας νέας υποδομής. Η κυβέρνηση προχώρησε στην κατασκευή της νέας δομής στο Μαυροβούνι (Καρά Τεπέ), η οποία, σύμφωνα με δημοσιεύματα, ολοκληρώθηκε σε χρόνο-ρεκόρ, μέσα σε μόλις μία νύχτα.

Δέκα χρόνια μετά την αρχή της κρίσης, η Λέσβος συνεχίζει να αντιμετωπίζει προκλήσεις. Η κυβέρνηση σχεδιάζει την κατασκευή νέας δομής στη Βάστρια, παρά τις αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας και των τοπικών αρχών. Η ΔΕΥΑΛ είχε εκφράσει αντιρρήσεις για την κατασκευή μονάδας αφαλάτωσης στη Βάστρια, ενώ καταγγέλθηκε πίεση από κυβερνητικά στελέχη για την αποδοχή του έργου.

Οι κάτοικοι της Λέσβου ανησυχούν για την επιβάρυνση των τοπικών υποδομών και τη μείωση της ποιότητας ζωής τους. Η Λέσβος, που το 2015 αποτέλεσε σύμβολο ανθρωπισμού, σήμερα καλείται να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας κρίσης που συνεχίζεται, με την ανάγκη για βιώσιμες λύσεις και σεβασμό στην τοπική κοινωνία να παραμένει πιο επίκαιρη από ποτέ.