Κατερίνα Γκαγκάκη: «Σήμερα θα σας μιλήσω για το νησί μου- Ένα νησί αγέρωχο. Τη Λέσβο»


Γράφει η Κατερίνα Γκαγκάκη (Αντιδήμαρχος εξωστρέφειας” του δήμου Αθηναίων)

Σήμερα θα σας μιλήσω για το νησί μου. Για το μέρος που γεννήθηκα και ακόμα και σήμερα θεωρώ σπίτι και καταφύγιο. Λιμάνι. Αν και στην ουσία η αίσθηση πλέον απορρέει κυρίως από αναμνήσεις οι οποίες δεν φαίνεται να ξεφτίζουν από τις αποδεδειγμένα όχι ιδιαίτερα επιτυχημένες επισκέψεις και σύντομες διακοπές των τελευταίων ετών.

Φέτος μάλιστα κατάφερα να αποκρούσω στην επίσκεψή μου στο νησί, κάθε ψήγμα λογικής που ήθελε να αδειάσω το σπίτι από τα προσωπικά αντικείμενα ανθρώπων που δεν υπάρχουν πια και να το προσαρμόσω σε μία κατάσταση με μένα δικαιωματικά οικοδέσποινα και όχι το παιδί της οικογένειας που από κάπου θα εμφανιστεί, σε ένα άλμα προς την πολύ καθυστερημένη ωριμότητα.

Τίποτα δεν έκανα. Αποφάσισα ότι η χρονιά στάθηκε τόσο αμείλικτη που είχα κάθε δικαίωμα να παρατείνω την ψευδαίσθηση μία ανέφελης περιόδου με την οποία έχω συνδέσει το νησί μου.

Παρασύρθηκα όμως. Σήμερα θέλω να σας μιλήσω για το νησί μου. Για τη Λέσβο. Τη Μυτιλήνη που εμείς οι ντόπιοι προτιμάμε να την αποκαλούμε.


Το νησί που κέρδισε τις χιλιάδες λέξεις και έκταση δημοσιότητας που τόσες δεκαετίες επεδίωκε, απρόσμενα, απότομα και για λόγους που η ιστορία του, η παράδοση και η εσωστρεφής νοοτροπία του ουδέποτε θα συγχωρούσε.

Δεν είναι «εύκολο» νησί, η Μυτιλήνη. Από αυτά που χωρίς δεύτερη σκέψη επιλέγεις για ολιγοήμερες διακοπές ραστώνης ή και άκρατης διασκέδασης και ξέφρενων πάρτι. Δεν είναι στο μεγαλύτερο μέρος του προορισμός εφηβικής ανεμελιάς και κοσμικής επιδεικτικής περιφοράς. Και ανεξαρτήτως του τι διατεινόμαστε οι Μυτιληνιοί και πόσο τονίζουμε την ανάγκη για το αντίθετο, δεν είμαστε με την πρώτη ανάγνωση απόλυτα ανοιχτοί στους επισκέπτες. Φιλόξενοι πολύ, αλλά δύσπιστοι στην αρχή μέχρι να αντιληφθούμε και να αναγνωρίσουμε την πρόθεση του εισερχόμενου, του ξένου, να γνωρίσει πραγματικά το νησί.

Να αφιερώσει χρόνο, να ξοδευτεί στις αποστάσεις, να σεβαστεί τις ισορροπίες και να προσμετρήσει τις επιρροές από την ανατολή, τα πολλαπλά διαφορετικά πολιτισμικά αρχέτυπα, την αστική κουλτούρα που αποτυπώνεται σε αρχιτεκτονική, συμπεριφορές και ξεχασμένα σε περιπτώσεις μεγαλεία, να την διαβάσει, να τη σεβαστεί.


Τώρα πια δεν μου κάνει εντύπωση που στην αναμονή για την πτήση προς το νησί σχεδόν ποτέ δε βλέπω τουρίστες αλλά στη συντριπτική πλειοψηφία ντόπιους που επιστρέφουν στη βάση τους ανυπόμονα σχεδόν έχοντας ολοκληρώσει τις δουλειές τους στην πρωτεύουσα.

Ένα νησί αγέρωχο, κάπως απρόσιτο, δύσπιστο απέναντι σε επιφανειακές εκρήξεις φιλίας και επιλογής. Και πόσο οξύμωρο στην ουσία, όσο και δυσβάσταχτα τραγικό σε μία τέτοια ψυχοσύνθεση τόπου να τυχαίνει η έκρηξη του μεταναστευτικού- προσφυγικού.

Πόσο δυσανάλογα βαρύ φορτίο για ένα νησί που ξεκάθαρα επέλεγε να σταθεί αυτόνομα και ανεξάρτητα μέσα στα χρόνια, διατηρώντας νωπές τις μνήμες από «απέναντι» -όπως λέμε εκεί- σε διαφορετικά κομβικά σημεία της ιστορίας.

Και πόσο ντροπή αισθάνομαι -μακριά ούσα– γι' αυτά τα ένστικτα τα άγρια που φαίνεται να ξύπνησαν τελευταία και κάνουν το γύρω του κόσμου σε φωτογραφίες αποτυπωμένα.

Αλλά θέλω να είμαι ειλικρινής. Έχω περάσει απέναντι απ' το δρόμο στο νησί όταν έχω δει μεγάλες ομάδες νεαρών αλλοδαπών να πλησιάζουν. Έχω πατήσει γκάζι κάπως ανεπαίσθητα περνώντας απ' τη Μόρια, για να μην ασχοληθώ παραπέρα. Έχω δυσανασχετήσει όταν ΜΚΟ νοίκιασε κοντινό μας σπίτι, από τη φασαρία τα βράδια με μουσικές και φωνές. Έχω κατηγορήσει –δικαίως τελικά– όταν κάποιοι άνοιξαν το σπίτι μας. Αλλά έχω βρεθεί και σε άφιξη βάρκας με παιδάκια με γυάλινα βλέμματα γατζωμένα, ξεπαγιασμένα, έχω καθίσει με μαμά απ' τη Συρία να ακούσω με λόγια σε σπασμένα αγγλικά αυτά που βλέπω στα sites και όταν θεωρήσω ότι έκανα το απαραίτητο μορφασμό στη φρίκη, τα κλείνω και συνεχίζω το πρόγραμμά μου.


Δεν έχω λύση. Σχεδόν δεν έχω και άποψη, με την έννοια ότι εδώ που έφτασαν τα πράγματα το γκρίζο –γιατί η αλήθεια δεν είναι ούτε άσπρη ούτε μαύρη, είναι γκρίζα– χάνει την αξία του. Δεν αντιλαμβάνομαι, δεν χωράει στο μυαλό μου το μίσος που είδα σε ντόπιους. Σε ντόπιους πολλοί από τους οποίους –και μπορώ να έχω συγκεκριμένη εικόνα- θησαύρισαν από τους πρόσφυγες αυτά τα χρόνια.

Είτε απ τα καταστήματά τους είτε νοικιάζοντας τα σπίτια τους σε ΜΚΟ. Μην κοροϊδευόμαστε. Αυτό το μίσος, το κόκκινο στο βλέμμα δεν το συναντάς σε ανθρώπους που ξεκίνησαν με πρόθεση αγνή. Δεν δημιουργείται απ΄το πουθενά. Απ' την άλλη, κάθομαι μακριά, σπίτι μου στο κέντρο της Αθήνας και σχολιάζω χωρίς να αισθάνομαι στο πετσί μου τη συνεχιζόμενη συνθήκη αναστάτωσης χωρίς καμία προοπτική λύσης. Μπορεί να θολώνει.

Δεν μπορώ όμως καν να σχηματίσω στο μυαλό μου, το αίσθημα της απόλυτης ρευστότητας που βιώνουν αυτοί οι άνθρωποι, οι «ξένοι» , οι «άλλοι». Και μιλάω όχι για τους εκ προοιμίου αρνητικούς και εκρηκτικούς αλλά για την πλειοψηφία απ' τους χιλιάδες, οικογενειάρχες με παιδιά, παρελθόν ζοφερό και κανένα μέλλον. Πώς μπορεί να είναι να ζεις για πάντα προσωρινά; Εμείς δεν μπορούμε να πειθαρχήσουμε σ' ένα παρατεταμένο «για λίγο» με τις μάσκες και την προσοχή.

Πώς ζουν το παρατεταμένο ενεστώτα που καμία διέξοδο δε δείχνει να έχει;

Πώς μπορείς να σηκωθείς το πρωί μην έχοντας καμία μα καμία απολύτως ένδειξη ότι κάποτε, κάποια μέρα, σε μήνα, χρόνο, πενταετία, κάτι καλό θα συμβεί; Πώς είναι να μην περιμένεις; Να μην εξαρτάται τίποτα από σένα, να μην έχεις κανένα έλεγχο; Να μην μπορείς να παρηγορήσεις; Να μην έχεις να ακουμπήσεις; Να αναρωτιέσαι – όπως μία κοπέλα μου είπε πέρυσι το καλοκαίρι, μήπως «τελικά ήταν καλύτερα να έμενα κάτω απ' τα συντρίμμια όπως οι γονείς μου»; Να τελείωνα; Εκεί;».

Θέλω να σας μιλήσω για το νησί μου. Που δεν αντέχει άλλο και τους ανθρώπους του που αλλοιώνονται από την πίεση και την αίσθηση ότι τους ξέχασαν.
Ένα νησί αγέρωχο. Τη Λέσβο.

Πηγή https://plus.queen.gr/
Πηγή φωτογραφιών: @Ευδοκία Μύτιλη
*Η Κατερίνα Γκαγκάκη έχει γεννηθεί στη Μυτιλήνη και έζησε εκεί μέχρι την ηλικία των πέντε ετών.