Αφιέρωμα: Παναγίες Αγιάσου και Πέτρας Λέσβου


Αφιέρωμα:


Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΑΓΙΑΣΟΥ

Το 1170 οι καλόγεροι της Καρυάς έχτισαν - με άδεια του τότε διοικητή Λέσβου Κωνσταντίνου Βαλέριου - την εκκλησία της Παναγίας, στο ύψωμα που βρισκόταν τα οστά του Αγάθωνα.

Ο ναός ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε το 1173. Διατηρήθηκε επί 633 χρόνια. Γύρω στην εκκλησία σχηματίστηκε ένας μικρός οικισμός ο οποίος εξελίχτηκε με την πάροδο του χρόνου σε μεγάλη και αξιόλογη κωμόπολη. Όταν το νησί υποδουλώθηκε στους Τούρκους, πολλοί χριστιανοί πήραν τις οικογένειές τους και κατέφυγαν στην εκκλησία της Παναγίας για να σωθούν.

Επειδή όμως ο πρώτος ναός ήταν πλέον ετοιμόρροπος και επικίνδυνος, λόγω της φθοράς του χρόνου, κατά το έτος 1806 με την πρωτοβουλία του τότε Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιερεμίου και των προκρίτων της Αγιάσου κατεδαφίστηκε και κτίστηκε νέος ναός, μεγαλύτερος, παρόλο που οι τουρκικές αρχές είχαν δώσει αυστηρή εντολή να αναγερθεί ο νέος ναός πάνω στα θεμέλια του παλιού. Ο διάκοσμος του ναού ήταν βαρύτατος, όπως και του παλιού, γιατί τα δωρήματα των χριστιανών ήταν πλούσια. Ο ναός απόκτησε ωραία έργα εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής, όπως το τέμπλο, το θρόνο, τον άμβωνα, τα προσκυνητάρια. Από το 1783 είχε διαλυθεί το Μοναστήρι του Αγάθωνα και ο ναός είχε γίνει Ενοριακός της Κοινότητας και Ενορίας Αγιάσου.

Ενώ οι τεχνίτες εργαζόταν ακόμη για τα έργα της ξυλογλυπτικής, ξαφνικά, τη νύχτα της 6ης του Αυγούστου 1812, ο ναός έγινε παρανάλωμα της μεγάλης φωτιάς που αποτέφρωσε μεγάλο μέρος της κωμόπολης.Ευτυχώς από τις εικόνες του τέμπλου μόνο μία, η εικόνα του Χριστού, καταστράφηκε, όλες δε οι άλλες διασώθηκαν.


Κατά το έτος 1815 με τις δωρεές, τις οποίες με ενθουσιασμό προσφέρουν οι Χριστιανοί της Αγιάσου, και με τους εράνους που ενεργεί ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Καλλίνικος με απεσταλμένους του στην επαρχία, αλλά και στα απέναντι μέρη της Μικράς Ασίας, ανεγείρεται πάνω στα θεμέλια του παλιού νέος ναός, ο τρίτος στη σειρά, ο οποίος διασώζεται μέχρι σήμερα.

Ο ναός χτίστηκε με άδεια του Σουλτάνου Μαχμούτ του Β΄, που χορηγήθηκε ύστερα από αίτηση των κατοίκων της Αγιάσου, με τον όρο να μη γίνει μεγαλύτερος απ' τον παλιό. Το μήκος του ναού είναι 32,20 μ. και το πλάτος 26,20 μ. Είναι τρίκλιτη βασιλικής με τρεις κόγχες Ιερού Βήματος, τρεις Άγιες Τράπεζες (απ' τις οποίες η δεξιά είναι αφιερωμένη στον Άγιο Χαράλαμπο και η αριστερή στον Άγιο Νικόλαο), μαρμάρινο τέμπλο και μεγάλο γυναικωνίτη. Επί πολλά χρόνια ειδικοί τεχνίτες καταγίνονταν με την κατασκευή του τέμπλου, του θρόνου και του άμβωνα. Τα αφιερώματα των πιστών, οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες που κοσμούν το ναό, αποτελούν ένα θησαυρό αμύθητης αξίας. Η εσωτερική διακόσμηση του ναού συμπληρώθηκε με νέο έρανο το 1838.

Μια δεύτερη πυρκαγιά, στα 1877, έκαψε σχεδόν ολόκληρο το χωριό, όχι όμως και την εκκλησία. Τα σπίτια, που μέχρι τότε ήταν από τη μέση και πάνω ξύλινα και προεξείχαν στους στενούς δρόμους χτίστηκαν ξανά πέτρινα και οι δρόμοι μεγάλωσαν. Το χωριό πήρε τη σημερινή μορφή του. Το 1971 το Προσκύνημα της Παναγίας αναγνωρίστηκε και κατά νόμο «Ιερό Προσκύνημα» και διοικείται έκτοτε από πενταμελή Επιτροπή. Το 1977 έγινε η τελευταία ριζική εσωτερική ανακαίνιση του Προσκυνήματος.

Στο μεταξύ, γύρω στο 1453, δηλαδή τότε που αλώθηκε η Πόλη από τους Τούρκους, οι Χριστιανοί του ναού βλέποντας ότι η εικόνα της Παναγίας άρχισε να καταστρέφεται από το πέρασμα του χρόνου, ανέθεσαν σ’ έναν καλό αγιογράφο να κάνει ένα πιστό αντίγραφο της παλιάς εικόνας για να κρύψουν την πρωτότυπη. Η εικόνα – αντίγραφο είναι εξαίρετο έργο βυζαντινής τέχνης. Το 1838 η πρωτότυπη εικόνα βρέθηκε κρυμμένη στο εσωτερικό της νεότερης εικόνας της Παναγίας, μέσα σε ξύλινο κουτί και τυλιγμένη σε ύφασμα βουτηγμένο σε κηρομαστίχα, αλλά φοβερά κατεστραμμένη. Η αποκατάσταση των φθορών που δημιούργησε ο χρόνος έγινε με μεγάλη επιμέλεια από το Ρώσο τεχνίτη – ειδικό συντηρητή των εικόνων του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών - Βασίλειο Ραχτσέβσκι. Η παλιά εικόνα τοποθετήθηκε από τότε σε ξύλινη θήκη με διπλό κρύσταλλο μέσα σε μαρμάρινο προσκυνητάρι μπροστά στο αντίγραφο εικόνισμα της Παναγίας που βρίσκεται στο τέμπλο.

Το πανηγύρι της Παναγίας


Ο Καισάριος Δαπόντες, περιγράφοντας το πανηγύρι της Παναγίας στην Αγιάσο και την απήχηση που έχει στους χριστιανούς της Ανατολής, γράφει:

"Η Σμύρνη και Ανατολή
και Έφεσος και Χίος
χύνονται εις την εορτήν
ετούτην ετησίως."

Το πανηγύρι της Παναγίας γίνεται στις 15 Αυγούστου. Από την 1η του Αυγούστου οι προσκυνητές συρρέουν στα κελιά και στον αυλόγυρο της εκκλησίας όπου "δεκαπεντίζουν" διανυκτερεύοντας στην ύπαιθρο. Η κωμόπολη παίρνει μια όψη πανηγυρική. Οι προσκυνητές φθάνουν με όλα τα μέσα και πολλοί ξεκινούν απ' τη Μυτιλήνη και από τ' άλλα χωριά του νησιού με τα πόδια, απολαμβάνοντας την ομορφιά της λεσβιακής Αυγουστιάτικης νύχτας. Σταθμός όλης αυτής της διαδρομής είναι η Καρήνη.

Σχεδόν όλοι οι προσκυνητές σταματούν στα αιωνόβια πλατάνια για να ξαποστάσουν για λίγο. Απ' εκεί οι πιο αποφασισμένοι παίρνουν ένα παλιό πλακόστρωτο μονοπάτι, την “πατωμένη”, και ανάμεσα από ελαιώνες έχουν τη δυνατότητα να φτάσουν πιο γρήγορα στην Αγιάσο. Οι μικροπωλητές απλώνουν παντού τις πραμάτειες τους, οι ντόπιοι προβάλουν με το καλύτερο τρόπο τα τοπικά προϊόντα, όπως χαλβά, ξυνόμηλα, αχλάδια, καρύδια, ενώ η μυρωδιά της ρίγανης και του φασκόμηλου δεν αφήνουν κανέναν από τους επισκέπτες ασυγκίνητο. Πολλούς απ’ αυτούς τους βρίσκει το ξημέρωμα και η πρωινή δροσιά του βουνού. Η ατμόσφαιρα είναι εξαιρετικά γιορταστική, η εμπειρία για τον καθένα που θα βρεθεί εκεί μοναδική.

Η «Παναγία η Γλυκοφιλούσα» στην Πέτρα

«Θεοτόκε, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν Χριστιανῶν σκέπε, φρούρει, φύλατε τοὺς ἐλπίζοντας εἰς Σὲ»  


Ένα από τα ωραιότερα και πρωτότυπα θρησκευτικά μνημεία και προσκυνήματα, τα οποία έχει να επιδείξει όχι μόνο η κωμόπολη Πέτρα, αλλά και το νησί της Μυτιλήνης είναι το σεβάσμιο και ιστορικό προσκύνημα «Παναγία η Γλυκοφιλούσα». Αποτέλεσε και αποτελεί ισχυρό πόλο έλξης για χιλιάδες Έλληνες και ξένους επισκέπτες που κάθε χρόνο ανεβαίνουν τα 114 σκαλοπάτια για να προσκυνήσουν τη Μεγαλόχαρη, να σταθούν με δέος και να προσευχηθούν στην Αγία Εικόνα της Μεγαλόχαρης στην κορυφή του Ιερού βράχου και να νιώσουν την καρδιά τους να πάλλεται από ευλάβεια και σεβασμό. 

Στην κορυφή του βράχου της Πέτρας ύψους σαράντα περίπου μέτρων, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, σε θέση οχυρή και απόρθητη, που κατά τους χρόνους της ηγεμονίας των Γατελούζων στη Λέσβο ήταν μικρό φρούριο. Το φρούριο ήταν απρόσιτο από τις τρεις πλευρές λόγω του απόκρημνου βράχου και μόνο από την ανατολική μπορούσε κάποιος να αναρριχηθεί μέχρι τα τείχη του οχυρού, αλλά και εύκολα να αποκρουσθεί από τους αμυνόμενους.

Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες για την ύπαρξη του φρουρίου κατά τους χρόνους εκείνους. Ο Φλωρεντίνος Αββάς Χρ. Μπουοντελμόντε, ο οποίος είχε επισκεφθεί τη Λέσβο στις αρχές του ΙΕ΄ αιώνα, στο βιβλίο του για τα νησιά του Αρχιπελάγους, που εκδόθηκε το 1420, αναφέρει μεταξύ άλλων και το φρούριο της Πέτρας. Επίσης ο Βαρθ. Ζαμπέρτι σε σονέτο του που περιέχεται στο βιβλίο του για τις Νήσους του Αιγαίου που εκδόθηκε το 1845 αναφέρει και το φρούριο της Πέτρας. Και Μεσαιωνικοί Χάρτες σημειώνουν το φρούριο ακριβώς στο βράχο. Αλλά και σήμερα υπάρχει στον περίβολο του Ιερού Ναού τεμάχιο φολιδωτού οικόσημου των Γατελούζων, ενδεικτικό του ενδιαφέροντος των τότε ηγεμόνων της Λέσβου για τη θέση, όπως και δικέφαλος αετός εντετοιχισμένος στη δυτική πλευρά του αυλότοιχου.

Εντός του φρουρίου υπήρχε Ναϊδριο της Παναγίας, πριν την κατάκτηση της Λέσβου από τους Τούρκους το 1462. Το έτος 1609 στη θέση του Ναϊδρίου ανεγέρθηκε μεγαλύτερη Εκκλησία με τέσσερα κελλιά και στο κτίσιμο αυτής αναφέρεται σχετικός θρύλος. Από τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας του 1609 διατηρούνται εκτός των άλλων αργυρό θυμιατήριο του 1667


και αργυρό επίσης Άγιο Ποτήριο του 1742. Το έτος 1840 δυνάμει Σουλτανικού φιρμανίου που σώζεται ακόμα, ανακαινίσθηκε εκ θεμελίων ο Ιερός Ναός στη σημερινή του μορφή, Τρίκλιτος Βασιλική με ξυλόγλυπτο Δεσποτικό θρόνο και με ξύλινο ζωγραφισμένο Τέμπλο. Πλησίον του Ιερού Ναού βρίσκεται τετράγωνος εξώστης, στον οποίο γίνεται η τελετή της Αναστάσεως του Κυρίου. Λίγες βαθμίδες παραπάνω βρίσκεται άλλος μικρότερος εξώστης, μέρος του οποίου καλύπτεται από το κωδωνοστάσιο, στηριζόμενο σε δύο κίονες, στο ανατολικό άκρο του  εξώστη  και με δύο ψευδοκίονες εντετοιχισμένων στον αυλότοιχο, και από τις δύο πλευρές της θύρας, δια της οποίας εισερχόμαστε στην αυλή της Εκκλησίας. Στο υπέρυθρο αυτής υπάρχει χαραγμένο το έτος της τελευταίας ανακαίνισης του Ιερού Ναού, 1840.


Ο Ιερός Ναός ήταν κτισμένος προς την νοτιοανατολική πλευρά του εσωτερικού του αυλότοιχου. Στη δυτική πλευρά μεταξύ Νάρθηκα και αυλότοιχου υπάρχουν τρεις τάφοι με μαρμάρινες ενεπίγραφες πλάκες του παρελθόντος αιώνα. Κάτω από τον Ιερό Ναό υπάρχει φυσική δεξαμενή, εντός της οποίας συλλέγονται από τη στέγη της Εκκλησίας τα ύδατα της βροχής.

Τα αφιερώματα των πιστών ήταν πλούσια και έλαμπε ο Ιερός Ναός από χρυσό και αργυρό και πολύτιμους λίθους. Με ασήμι και χρυσό ήταν επενδυμένες οι μεγάλες Εικόνες του Τέμπλου και πολλές από τις μικρές, ασημένια και χρυσά τα περισσότερα καντήλια, τα δισκοπότηρα, τα Ευαγγέλια, τα θυμιατήρια, τα εξαπτέρυγα.

Αυτός όμως ο πλούτος προκάλεσε και τη δίωξη του Ιερού Ναού. Είκοσι πέντε χρόνια μετά την τελευταία ανακαίνιση, το 1865. Τουρκαλβανοί ληστές εισόρμησαν στον περίβολο του Ιερού Ναού, πήραν με βίαιο τρόπο από τη Μοναχή Μελάνη, τη μόνη που κατοικούσε τότε σε κελί του Ιερού Ναού, το κλειδί της Εκκλησίας και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα άρπαξαν ό,τι πολύτιμο βρήκαν σε χρυσό και άργυρο και μετάξι και μόνο όταν ένας από τους ληστές επιχείρησε να αφαιρέσει την αργυρή επένδυση της μεγάλης Εικόνας της Θεοτόκου του Τέμπλου η Μεγαλόχαρη έκανε το θαύμα της και ο ληστής σωριάστηκε παράλυτος. Φοβήθηκαν τότε τη θεία οργή και οι άλλοι ληστές, παρέλαβαν τον παράλυτο σύντροφό τους και ότι είχαν συγκεντρώσει από τα κλοπιμαία και έφυγαν. Ελάχιστα από τα πολύτιμα ιερά σκεύη διασώθηκαν τότε, όπως η αργυρή επένδυση της Εικόνας της Θεοτόκου, το αργυρό Θυμιατήριο του 1667 και το Άγιο Ποτήριο του 1742.

Κατά την επιδρομή της 12ης Μαρτίου 1676 του Γάλλου κουρσάρου Κρεβελλιέ, διασώθηκε ο Ιερός Ναός της Παναγίας, όπως και οι λοιπές Εκκλησίες της Πέτρας, ίσως διότι οι κουρσάροι ήταν Χριστιανοί. Περιορίστηκαν μόνο στη λήστευση των οικιών και την απαγωγή 500 αιχμαλώτων κυρίως νέων και νεανίδων. Τότε ερημώθηκε η Πέτρα, για να ακμάσει ξανά τέλος του ΙΗ΄ αιώνα. Είναι άγνωστο πότε καθαγιάστηκε και τελέστηκαν τα εγκαίνια του Ιερού Ναού.

Στο Ιερό Προσκύνημα, εκτός από τη Θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας, έχουν αποθησαυριστεί και τα Άγια Λείψανα του Αγίου Τρύφωνος, της Αγίας Αικατερίνης και του Αγίου Χαραλάμπους, τα οποία φυλάσσονται σε περίτεχνη λειψανοθήκη.    

Για τη Θαυματουργή Εικόνα επικρατούν πολλοί θρύλοι. Μεταξύ αυτών είναι οι κάτωθι: «Στα παλιά χρόνια καράβι Γαλαξειδιώτικο ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Πέτρας  ανάμεσα στο μικρό Νησί και τη στεριά. Ένα Σαββατόβραδο ο καπετάνιος κατέβηκε στην καμαρούλα του να προσκυνήσει το Εικόνισμα της Παναγίας και να ανάψει το καντήλι της, ξαφνιάστηκε όμως όταν είδε άδεια τη θέση του Εικονίσματος. Κανείς από τους ναύτες του δεν ήταν σε θέση να τον πληροφορήσει τι απέγινε το Εικόνισμα.  Ανεβαίνοντας όμως στην κουβέρτα παρατήρησε ένα υπέργειο φως να περιφέρεται σαν αστέρι λαμπερό στην κορυφή του βράχου της Πέτρας. Βγαίνει ο καπετάνιος στη στεριά, σκαρφαλώνει στο βράχο, βρίσκει εκεί το εικόνισμα, το παίρνει και το ξαναφέρνει στο καράβι. Το ίδιο όμως συνέβη και τις επόμενες δύο βραδιές. Κατάλαβε τότε πως η Παναγία ήθελε να μείνει παντοτινά στο βράχο της Πέτρας. Συνεννοήθηκε με τους προεστούς του χωριού, έκτισαν εκεί ένα μικρό Εκκλησάκι και τοποθέτησαν μέσα το θαυματουργό εικόνισμα της Μεγαλόχαρης».

«Όταν ήθελαν να χτίσουν την Εκκλησία, ένα περιστέρι κρατώντας μεταξωτή κλωστή χάραξε τα θεμέλια του Ιερού Ναού και του αυλόγυρου, ξετυλίγοντας τη μεταξωτή κλωστή. Με φόβο και τρόμο οι τεχνίτες έκτιζαν τον αυλότοιχο στην άκρη του απότομου βράχου πατώντας σε κρεμασμένες σκαλωσιές και η δουλειά δεν προχωρούσε γρήγορα.  Η Μεγαλόχαρη, όμως έκανε και εδώ το θαύμα της, για να τους δώσει θάρρος. Το πρώτο Σαββατόβραδο ο επιστάτης κρατώντας στο ένα χέρι το καραφάκι με το ρακί και στο άλλο το δίσκο με τα ποτήρια γύριζε τις σκαλωσιές κερνώντας τους τεχνίτες. Για μια στιγμή όμως παραπάτησε και γκρεμίστηκε. Τρομαγμένοι όλοι, τεχνίτες και εργάτες κοίταξαν κάτω περιμένοντας να τον δουν ξαπλωμένο και νεκρό. Συγκλονίστηκαν,  όταν τον είδαν όρθιο με το καραφάκι το δίσκο στα χέρια του να τους φωνάζει «Μη φοβάσθε παλικάρια, η χάρη της μας βοηθάει» και αμέσως ανέβηκε ξανά στο βράχο και συνέχισε το κέρασμά του.