Οδυσσέας Ελύτης: ‘Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου’


Γράφει ο ***Σίμος Ανδρονίδης - υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

«ΒΓΗΚΑ ΓΙΑ ΝΕΕΣ πληγές πάνω από τις παλαιές να επιπλέουν σα νούφαρα (Στην αρχαία εκείνη θάλασσα που εγνώριζα Τώρα θα ‘χει βουλιάξει ο κόσμος με τα δυο του λοξά κατάρτια έξω απ’ το νερό Κι εγώ, σα να’ μαι αληθινός, θα γράφω ακόμη» (Οδυσσέας Ελύτης/’Σάββατο, 11).

Η ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη, που φέρει τον τίτλο 'Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου',[1] αποτελείται από σύντομα ποιήματα που 'διατρέχουν' τον μήνα Απρίλιο, τον ίδιο μήνα που εγγράφει, διαλεκτικά, την 'αποκαλυπτική ανθοφορία' με την αναπαραγωγή και την συμπύκνωση ενός πένθους πάνω στο οποίο αξιο-θεμελιώνεται η χριστιανική θρησκεία.

Διατρέχοντας μία περίοδο που εκκινεί από την 1η Απριλίου[2] και φθάνει έως τις πρώτες ημέρες του Μάϊου, ο Ελυτικός ποιητικός λόγος φέρει τα χαρακτηριστικά μίας εμπρόθετης όσο και 'διαφορικής' εξομολόγησης που επι-τελείται προσωπικά, ακόμη και χαμηλόφωνα, αντλεί από το υπόστρωμα μίας μνήμης που παραγάγει οικείες φιγούρες, φιγούρες που ενέχουν ενίοτε την αίσθηση του καθήκοντος, ενός θανάτου επικρεμάμενου με πολλούς τρόπους, διαλεγόμενος συνάμα με την   με την δυνατότητα μίας μετάβασης που υπό ανεστραμμένα, πρόσημα, σηματοδοτεί μία 'ίδια επιστροφή', αφενός μεν στη 'μήτρα' (η αναπαράσταση της μητέρας ως υποκειμένου μίας 'φορτισμένης γέννησης'), ως 'πεδίου' που τροφοδοτεί την ποιητικότητα με την αίσθηση της 'μοναδικής', στο χώρο και στο χρόνο, επιβεβαίωσης, αφετέρου δε σε έναν συμβολικό 'τόπο', ήγουν σε μία 'κοιλιά' που αναγνωρίζεται ως 'πατρίδα' σε μία συγκριτική προοπτική: τι δύναται να είναι η 'πατρίδα' εάν όχι μία 'κατάσταση γλυκύτητας'; Μία χωρική υπέρβαση που οδηγεί στη 'διάβαση' μίας 'πόρτας' που απο-καλύπτει διάστικτα ονόματα ωσάν 'γλυκύτητα' και επαναφορά του 'συγγνωστού';

«ΜΑΝΑ ΠΟΥ' ΣΑΙ να με δεις: όπως γεννήθηκα, έφυγα. Παραήμουνα λίγος -άλλωστε ποιος νογάει;- και πολλά τα σερνάμενα τέρατα με τα πλάγια, λιπαρά πόδια. Έτσι, στο μάκρος μιας ζωής με τόση δυσκολία στημένης δεν έχουνε απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα και πολλές μεγάλες σάπιες ανεμώνες του νερού. Κείθε περνάω και πάω - που ξέρεις;- για μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα»,[3] γράφει ο ποιητής, τονίζοντας τους όρους της απεύθυνσης και προσωποποιώντας το ίδιο διακύβευμα της ποίησης και της ποιητικής εκφοράς, χρησιμοποιώντας μάλιστα κεφαλαία γράμματα για να αναφέρει: 'Μάνα', Την 'Μάνα' (ενώπιον της οποίας τίθεται η εξέλιξη), ως εικόνα αλλά και ως 'ιστορία' από την μήτρα της οποίας εκ-βάλλει το «μέγα μυστήριο», όπως επισήμανε ο Νίκος Καζαντζάκης στην 'Ασκητική' του.

 Σε αυτό το σημείο, το σημαίνον 'Μάνα' συγγενεύει με το αντίστοιχο ποιητικό σημαίνον όπως εκφράζεται στην ποίηση του Ηλία Τσέχου, με την μορφή της 'Μάνας' να λειτουργεί ωσάν δέκτης της 'θρυμματισμένης' μνήμης που παραγάγει όρους 'αμοιβαιότητας', εγγράφοντας την εντός φύσης: (το αρχικό ποίημα είναι γραμμένο στην Ποντιακή γλώσσα): «Μάνα, έρθεν κανείς αδά απάν Να λέει το ποίημαν;»,[4] Και στην νεο-ελληνική του απόδοση, «Μάνα, ήρθε κανείς εδώ ψηλά να πει το ποίημα;».[5]
 Στη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, ο Οδυσσέας Ελύτης κινείται διαφορετικά από τις δι-ιστορικές πλαισιώσεις του 'Άξιον Εστί', όπως επίσης και από τις παραστασιακές επιτελέσεις της 'Μαρίας Νεφέλης', συναρθρώνοντας τις όψεις μίας γλώσσας που νοηματοδοτεί εγκλήσεις θανάτου, την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής και όχι μόνο[6] (θανάτου που απο-κόπτει την οικογένεια από τα μέλη της, αλλά όχι και απο την μνήμη), με τις 'αξιωματικές' παραδοχές άφεσης στα βασικά, στην επισφάλεια του να πράττεις παράταιρα. «ΈΒΑΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ στα ράφια και στη γωνιά μια λυπημένη Αγγελική. Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο. Έτσι θέλω να μ' εύρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ' ένα κουρελιασμένο παντελόνι, ν' ανακατεύω άγραφα χαρτιά σα να οδηγάω  την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παραδείσου».[7]

Το ποιητικό 'πράττειν' δεν 'ξοδεύει αλόγιστα', διότι παραμένει εμμενές σε μία ουσιώδη ή ουσιαστικοποιημένη 'λιτότητα', αποδεχόμενο ένα γίγνεσθαι έμφορτο σημασιών και πρακτικών, διευρύνοντας παράλληλα τα όρια της έκφρασης δίχως κανόνες: στη θέση της ομορφιάς,  του 'ιδεατού', η αντιστοίχιση εποχών και μέσων, η δυναμική της επιθυμίας που καθίσταται επιθυμία ποίησης: «Έτσι θέλω να μ΄ εύρει ο ερχόμενος χειμώνας».[8]

Εγγράφοντας τις σημάνσεις αξίωσης της ποίησης ως ημερομηνιακής, ήτοι χρονικής εκκίνησης, ο ποιητής προβαίνει στη 'θυσία' της 'θριαμβεύουσας' ιστορίας που εγκαθιστά τους δικούς της 'Νόμους' με την στιγμή ή με το συμβάν της εκούσιας 'μητρικής παραδοχής',  εκεί όπου δύναται να προσδιοριστεί μία εικόνα που, υπό μορφή κινηματογραφικής ταινίας-αλληγορίας, εγκολπώνεται  η φυγή που βιώνεται πολλές φορές έως ότου μετασχηματιστεί σε ποίηση του Απριλίου:[9] «ΟΛΟΕΝΑ Τ' ΑΛΟΓΑ μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή. Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να σέρνονται στη σκεπή της παλιάς καρότσας όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το έχει δει κανένας. Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες. Η σταματήσουνε άξαφνα- κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί».[10]

 Στο συγκεκριμένο ποίημα της 1ης του Απριλίου, «η εικόνα γεννάει μέσα από σοκ ή κραδασμούς τη σκέψη»,[11] κατά την διαπίστωση του Σάββα Μιχαήλ για την κινηματογραφία του Κώστα Σφήκα, στο σημείο όπου τοποθετείται η αρχή που ενσωματώνει ενδεχόμενα, χρονικές αλληλουχίες oι οποίες επαναφέρουν ζεύγη, την εμπειρία της ποιητικής γραφής, την αμεσότητα της παραδοχής που διαμεσολαβεί όρους 'τέλους' (ρηξιακή τελεολογία), την ίδια την ευρύτητα του 'αναπόφευκτου', με στοιχεία μίας ιδιαίτερης όσο και γλαφυρής ποιητικής συγκράτησης για ό,τι δύναται να ακολουθήσει: «Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα. Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα».[12]

 Ακόμη και η 'ποιοτική' μεταβολή που μετατρέπει το ποιητικά παιγνιώδες υπόδειγμα του ''όλα χάνονται'' σε ''όλα μένουν'', δεν αφήνει χώρο παρερμηνείας όσον αφορά την διάσταση του 'αναπόφευκτου', εναλλάσσοντας την προσωπική φυγή με αυτό που ορίζεται ως συγκρατημένη διαπίστωση εντός επιτελούμενης ιστορίας: «Εσείς να δούμε τώρα».[13]

 Ένας προσωπικός απολογισμός, φέρει την Ελυτική ποιητικότητα σε 'θέση μάχης', σε θέση υπόμνησης της 'μείζονος εικόνας', η οποία συνίσταται από σπαράγματα οικογενειακής παρουσίας,  ανα-πλαισιώνοντας έναν Απρίλιο[14] που αυτή την φορά, ως 'αθέατος', βαθιά εκφραστικός, εκτίθεται με σημείο αναφοράς την ελληνίζουσα αίσθηση του ‘ανήκειν’ που αρθρώνει σε πρώτο πλάνο την ιστορία της γλώσσας. Η Ελυτική ποίηση έτσι όπως διαμορφώνεται στο 'Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου', αναπτύσσεται φυγό-κεντρα, σε τέτοιο βαθμό και σημείο που ο αναγνώστης διακρίνει, εντός της ίδιας ημέρας, την εναλλαγή αισθημάτων, τις διακυμάνσεις μίας πολυκύμαντης ιστορικής πορείας (το αίμα 'παραμένει'), το ενδεχόμενο συνάντησης του ποιητή με την επίγνωση', διαδικασία που 'κατακτιέται' βήμα-βήμα.

Στο 'Ημερολόγιο' του Απριλίου, συμπεριλαμβάνονται 'διαφόρων ειδών' αφηγήσεις που δεν εκπίπτουν σε μία συναισθηματική ευκολία. Αντιθέτως, το 'αθέατο' δύναται να καταστεί εμφατικά 'ανατρεπτικό', τοποθετώντας την λέξη ενώπιον της στιγμής που 'ονομάζει', ενώπιον της ανύψωσης και της, δίχως Προμηθεϊκούς όρους, 'εισόδου'[15] στη γη. «ΚΑΤΕΒΗΚΑ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΒΟΛΟ με τις τριανταφυλλιές πλάκες, τ' αγριόχορτα και την πυροστιά στη μέση αναμμένη σαν σε θυσία. Εντελώς άξαφνα φάνηκε στον αέρα μια βοϊδοκεφαλή ανθοστόλιστη που πάλι, μεμιάς, εχάθη. Θα 'κάνε λάθος αιώνα. Ύστερα φάνηκε το φορτηγό με τα χρειώδη της Μονής κι ο πάτερ Ισίδωρος κρατώντας το πιατέλο με τα κόλλυβα».[16]

***Σίμος Ανδρονίδης - υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης



[1] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου’, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 1984. Η ποιητική συλλογή του ‘Ημερολογίου’ φανερώνει ένα ποιητικό σκέπτεσθαι που αποκαλύπτει τις ελάσσονες στιγμές της, ‘συνδιαλέγεται’ με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μίας ‘απέριττης χαρμολύπης’, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις για την άρθρωση μίας αντανάκλασης που είναι μνημονική και ημερομηνιακή, ανθρώπινη και ταυτολογική, ορίζουσα της παροντικότητας που ενέχει ‘παρελθόν’: «ΚΑΘΟΜΑΙ ΩΡΕΣ και κοιτάζω το νερό στις πλάκες ώσπου, τέλος, γίνεται πρόσωπο που μου μοιάζει και φέγγει απ’ όλη την περασμένη μου ζωή». Στο ίδιο, σελ. 36.
[2] Είναι χαρακτηριστικό το ό,τι στα ποιήματα της συλλογής οι προτάσσεις εκκινούν με κεφαλαία γράμματα, καθιστώντας την ποιητική συλλογή εγχείρημα ανα-νοηματοδότησης του Απριλίου και του χρόνου που εκ-φέρει, υπό το πρίσμα άρθρωσης μίας εικόνας από τον βίο του ποιητή, εικόνα που διαστέλλεται όσο χρειάζεται, για  να περιλάβει μία ‘ενστικτώδη αλήθεια’.
[3] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Τετάρτη, 8 γ’…ό.π., σελ. 22. Η θέαση αποτελεί θέαση γλώσσας, και ιστορικής δυνατότητας: «όπως γεννήθηκα, έφυγα». Ημέρα Τετάρτη και ώρα ‘ανθεκτική’.

[4] Βλέπε σχετικά, Τσέχος Ηλίας, ‘Παρχάρε σο Βέρμιον’, Ποιητική συλλογή ‘Ή Σταγόνα ή Ωκεανός’, Εκδόσεις Η ΣΥΝ (+) είδηση, Νάουσα, 2011, σελ. 24.

[5] Βλέπε σχετικά, Τσέχος Ηλίας, ‘Παρχάρε σο Βέρμιον’, Ποιητική συλλογή ‘Ή Σταγόνα ή Ωκεανός’, Εκδόσεις Η ΣΥΝ (+) είδηση, Νάουσα, 2011, σελ. 25. Η μορφή της ‘Μάνας’ ‘ενσαρκώνει’ μία ιστορία που συνεχίζει να αναφέρεται ή να λέγεται, συμβάλλοντας στη συγκρότηση παράλληλων ‘χρονικοτήτων’: η ‘Μάνα’ ως ‘βιό-κοσμος’ προς τον ‘βιό-κοσμο’, ‘λειμώνας’ και ‘κρύο νερό’.
[6] «ΟΛΟΕΝΑ ΟΙ ΚΑΚΤΟΙ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σαν να ‘ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει Οι λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός Και τώρα μαύρος αιώνας». Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Μ. Τετάρτη…ό.π., σελ. 42. Σε αυτό το σημείο, σκιαγραφούνται τα διάφορα πλέγμα που περιβάλλουν  την ανθρωπινότητα, η μελαγχολία μίας ιστορικής εποχής, εντός της οποίας τα ανθρώπινα υποκείμενα «ονειρεύονται» πέραν του εφήμερου και της σωματικής θνητότητας (ωσάν να είναι ‘αιώνιοι’ ή αιώνια ‘αφελείς;’),  πρωτεϊκά ανήκοντας στη ‘φαντασμαγορία’ και στο ‘ασύνειδο εύρος’ του ονείρου. «Πειραματιζόμαστε  και αισθανόμαστε αιώνιοι» ανέφερε ο φιλόσοφος Μπαρούχ Σπινόζα, εκεί όπου, με φιλοσοφικούς όρους, τόνιζε τις διαστάσεις μίας δοκιμής και δη ‘πειραματικής δοκιμής’ δίχως όρια, που τείνει στο ανέλπιστο και στην δεσπόζουσα διάρκεια εντός ιστορίας: ‘ίχνος’ και ‘πρώτη γραφή΄ του ανθρώπου που είναι η δοκιμή, ήτοι το εμπροσθοβαρές ‘άλμα’ που διαμορφώνει συνθήκες ‘παράταιρης αιωνιότητας’ που συντίθεται από το ‘αθέατο’. Το φιλοσοφικό εγχείρημα του Hegel ανέφερε ό,τι «η γλαύκα της Αθηνάς αρχίζει την πτήση της μόλις πέσει το σκοτάδι».

[7] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Πέμπτη, 2 γ’...ό.π., σελ. 13. Με στοιχεία επαναληπτικότητας (η έμφαση στα κεφαλαία γράμματα, ήτοι σε μία ‘ξεχωριστή ιστορία’),  αυτό που δια-κρατείται είναι η μη-προγραμματισμένη κατεύθυνση, η βίωση της στιγμής, η επιμονή σε έναν ‘Παράδεισο’ που έχει προ πολλού ‘απωλεσθεί’, αλλά διατηρεί ψήγματα μίας πρωταρχικής λέξης: ‘θέλω’ και ταυτόχρονα χρόνος, χρόνος που εκ-ζητείται σαν κάτι το ιερό και το ανίερο συνάμα, χρόνος ως μνήμη, ως ερωτογενής Απρίλιος. Στη δική του Μεγάλη Πέμπτη, ο ποιητής Βαγγέλης Χρόνης, αναγνωρίζει τους όρους της ‘διάκρισης’ ή της, κατά Ernesto Laclau, ‘διαφοράς’ μεταξύ του χρονικού όσο και περιεχομενικού ‘πριν’ και ‘μετά’, εντός των οποίων παρεμβάλλεται «μία» (η Μεγάλη Πέμπτη, ενταγμένη στο πλαίσιο της Μεγάλης Εβδομάδος, ενσκήπτει ωσάν ‘μοναδική επίγνωση’ που επι-τελείται ενώπιον του διαφορικού συμβάντος της σταύρωσης), Μεγάλη Πέμπτη. «Πως μπορείς να παραμένεις ο ίδιος την επόμενη ημέρα όταν η προηγούμενη ήταν μία Μεγάλη Πέμπτη»; Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Δίχως επίγνωση’, Ποιητική συλλογή, ‘Το Αρχαίο Κεραμίδι’, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2018, σελ. 31. Ο χριστιανισμός και δη τα πάθη της Μεγάλης Εβδομάδος καθίστανται πλαισιώσεις ‘χρόνου’.

[8] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Πέμπτη, 2 γ’...ό.π., σελ. 13. Ο χειμώνας επιθυμείται ως χρόνος και ως ‘πρόσωπο’, με όψεις συντροφικότητας. Και για την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, η συντροφικότητα δύναται να εντοπιστεί στη γλώσσα, στους σπειροειδείς σχηματισμούς που δομούνται εντός γλώσσας, η οποία και αποδίδει συμβολισμούς έκπληξης: ‘Απρίλιος ο αθέατος’, δίπλα στον «σκληρότατο Απρίλιο» του Τόμας Έλιοτ. Ο ποιητής ονομάζει διαρκώς.  
[9] «Απρίλης είναι ο σκληρότατος μήνας, γεννώντας Πασχαλιές μεσ’ απ’ την νεκρή γη, σμίγοντας θύμηση κι επιθυμία, σαλεύοντας Ρίζες νωθρές με την βροχή της άνοιξης», τονίζει στη δική του πρόσληψη του Απριλίου, (ο «σκληρότατος μήνας»), ο Τόμας Έλιοτ. Η Ελιοτική «θύμηση» και η «επιθυμία» συνυπάρχουν και στον Απρίλιο του Οδυσσέα Ελύτη, του δικού του μήνα που επανεγγράφει την  ευρύτητα της ‘Μεγάλης Εβδομάδος’ ως χρωματική, ήτοι καταληκτική διαπίστωση: «Και τώρα μαύρος αιώνας», ο αιώνας του θανάτου και της απώλειας, και της ίδιας ιδέας.  Στο ίδιο, σελ. 42. Επίσης, βλέπε Έλιοτ Τόμας, ‘Η Ταφή του νεκρού’, Ποιητική συλλογή ‘Η Έρημη Χώρα’, ‘Άπαντα Τα Ποιήματα’, Ελληνική Μεταγλώττιση-Εισαγωγή: Νικολαϊδης Αριστοτέλης, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1983, σελ. 91.

[10] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Τετάρτη, 1….ο.π., σελ. 9. Η κινηματογραφική ταινία επαναλαμβάνεται με τους ίδιους αλλά και με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, διεισδύοντας στο εσωτερικό του ενσκήπτοντος φόβου που ‘συλλαμβάνεται’ σε μία στιγμή, επι-γενόμενος ‘Απειλή’.
[11] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Κώστα Σφήκα: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ… ΚΑΙ Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ-ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΙΙΙ. Παραλλαγές σε ένα θέμα του κόντε Διονυσίου Σολωμού’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Poeticus’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2006, σελ. 117.

[12] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Όλα χάνονται…ό.π., σελ. 59. «Όλα χάνονται» σε ενεστώτα χρόνο, εκεί όπου η Ελυτική ποίηση γειώνεται σε μία ιστορικής φοράς, τελεολογία, αφήνοντας να διαρρεύσει η τομή επί της γλώσσας. Περισσότερο από θριαμβευτικός, και ‘ζωοδότης’, (βλέπε ‘Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας’), ο θάνατος καθίσταται καθημερινός, παραστατικός εντός της παραδοχής του: «Εσείς να δούμε τώρα».
[13] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Όλα χάνονται…ό.π., σελ. 59.

[14] Στην ποίηση του Διονύσιου Σολωμού, ο Απρίλης ορατά και μη-οριακά ονομάζεται (‘ξανθός’, πυροφόρος’), συμπυκνώνει την δυνατότητα μίας ‘αναγέννησης’ ερωτικής ήτοι βαθυ-δομικά ανθρώπινης, αξιώνοντας την ανύψωση της φύσης, την πρόσληψη της ως ‘όλον’.

[15] Στο ποίημα που αναφέρεται στην Κυριακή του Πάσχα, ο Οδυσσέας Ελύτης, προσδιορίζει εκείνα τα χαρακτηριστικά που παραπέμπουν (το ποίημα δύναται να αναγνωστεί και εν σχέσει με τους συμβολισμούς της ημέρας), σε μοτίβα λαϊκότροπης δημιουργίας, προφορικής και μη, που σχετίζονται με την ‘κάθοδο στον Κάτω Κόσμο’, στον ‘τάφο που ανήκει στον κάθε έναν’,  αφού πρώτα έχει προηγηθεί η δυνατότητα ή και η ευκαιρία ‘διαμοιρασμού της ψυχής’, που σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί το μοναδικό ‘υπάρχον’: «ΚΑΘΑΡΗ ΔΙΑΦΑΝΗ ΜΕΡΑ. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι  η θάλασσα  με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο. Σου ‘ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς, και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει». Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Κυριακή (Πάσχα), 26…ό.π., σελ. 49.
[16] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Κυριακή 12…ό.π., σελ. 29.