Στη Λέσβο γεννούν το πρώτο παιδί μετά τα 30 έτη- Ερεύνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας


Η μέση ηλικία στην τεκνογονία αυξήθηκε στην Ελλάδα από τα 26,1 έτη το 1980 στα 31,5 έτη το 2017

Η Μαγνησία περιλαμβάνεται στους νομούς που πέρασαν από τη συχνότερη απόκτηση δεύτερου παιδιού στις ηλικίες 30-34 το 2007-2008 στη συχνότερη απόκτηση ενός πρώτου παιδιού στις ίδιες ηλικίες το 2015-2016. Την τάση των Ελληνίδων να γεννούν όχι μόνο λιγότερα παιδιά, αλλά και σε μεγαλύτερη ηλικία αποτυπώνει έρευνα που έκανε το Εργαστήριο Κοινωνικών και Δημογραφικών Αναλύσεων του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με διευθυντή τον καθηγητή κ. Βύρωνα Κοτζαμάνη.

Σύμφωνα με την έρευνα που παρουσιάζει το e-thessalia.gr, η μέση ηλικία στην τεκνογονία αυξήθηκε στην Ελλάδα από τα 26,1 έτη το 1980 στα 31,5 έτη το 2017. Κι αυτό οφείλεται στην μετατόπιση προς τα πάνω της ηλικίας απόκτησης παιδιών και πιο συγκεκριμένα στην ολοένα μεγαλύτερη συγκέντρωση των πρώτων γεννήσεων στις ηλικίες 30-34 ετών. Η παρατηρούμενη αυξητική τάση της συγκέντρωσης των γεννήσεων στις «ώριμες» ηλικίες (30-34 έτη) σε εθνικό επίπεδο ανάμεσα στο 2007 και το 2016 οφείλεται κυρίως στο ότι η απόκτηση πρώτου παιδιού στις συγκεκριμένες ηλικίες γίνεται σταδιακά πιο συχνή από την απόκτηση ενός δεύτερου σε όλο και μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής επικράτειας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Μαγνησία συγκαταλέγεται στους νομούς που πέρασαν από την πιο συχνή απόκτηση δεύτερου παιδιού στις ηλικίες 30-34 το 2007-2008 στη συχνότερη απόκτηση ενός πρώτου παιδιού στις ίδιες ηλικίες το 2015-16.
 
1,4 παιδιά ανά γυναίκα

Στην έρευνα επισημαίνεται ότι «η μειούμενη γονιμότητα, δηλαδή η τάση για την απόκτηση λιγότερων παιδιών και σε όλο και ωριμότερες ηλικίες από τις γυναίκες που γεννήθηκαν μεταπολεμικά αποτελεί πλέον κανόνα στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας. Η Ελλάδα δεν διαφοροποιείται σημαντικά των περισσότερων ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών. Οι γεννήσεις τις τελευταίες δεκαετίες έχουν περιοριστεί αρκετά. Ταυτόχρονα, η τελική γονιμότητα των γενεών των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1935 βρίσκεται σταθερά κάτω από το όριο αναπαραγωγής (2,1 παιδιά/γυναίκα). Ταυτόχρονα, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, χρόνο με τον χρόνο, η μέση ηλικία των γυναικών που τεκνοποιούν αυξάνεται σταθερά με αποτέλεσμα να αγγίζει πλέον τα 32 έτη. Η χρονική αυτή μετάθεση της αναπαραγωγικής δραστηριότητας σε όλο και μεγαλύτερες ηλικίες δεν αποτελεί φυσικά ελληνική ιδιαιτερότητα, καθώς το 2016 υψηλότεροι δείκτες (ποσοστά γονιμότητας) στις ηλικίες 30-34 ετών, σε σχέση με τους αντίστοιχους στις ηλικίες 25-29 ετών, καταγράφονται στην πλειοψηφία των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε. Εξαίρεση στον κανόνα – υψηλότερη ή παρόμοια γονιμότητα στις ηλικίες 30-34 ετών με αυτή στις ηλικίες 25-29 ετών – αποτελούν τα νεότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Το ίδιο έτος, οι δείκτες γονιμότητας στην Ελλάδα στις πλέον γόνιμες ηλικιακές ομάδες (25-29 και 30-34 ετών) είναι από τους χαμηλότερους στην Ε.Ε., με αποτέλεσμα η ετήσια γονιμότητα στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία (γύρω από τα 1,4 παιδιά/γυναίκα) να είναι και από τις χαμηλότερες ανάμεσα στον ευρωπαϊκό χώρο.
Μείωση γονιμότητας στις μικρές ηλικίες

Από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά των μεταβολών στα αναπαραγωγικά πρότυπα του πληθυσμού μετά το 1980 είναι, σύμφωνα με την έρευνα, η σταδιακή πτώση των δεικτών γονιμότητας στις «μικρές» ηλικίες. Εκτός από την προτίμηση των σύγχρονων ζευγαριών για περισσότερη «ποιότητα» αντί «ποσότητας» ως προς την απόκτηση και το μεγάλωμα των απογόνων τους, η παραπάνω πτώση μπορεί να ερμηνευθεί κατά κάποιο τρόπο και ως αποτέλεσμα των σημαντικών κοινωνικών οικονομικών ανακατατάξεων και των αντίστοιχων μεταβολών στα πρότυπα και τις αξίες.

Ταυτόχρονα, σε περιφερειακό επίπεδο το 2016, οι γεννήσεις στις ηλικίες 30-34 ετών είναι πλέον περισσότερες από τις αντίστοιχες των 25-29 ετών σε όλους τους νομούς της χώρας μας, σε αντίθεση με το 2007 όπου το αυτό ίσχυε για μόλις 23 νομούς. Είναι όμως ταυτόχρονα εμφανές ότι η χρονική μετάθεση της απόκτησης ενός παιδιού την τελευταία δεκαετία δεν εκδηλώνεται με ομοιογενή τρόπο στον ελλαδικό χώρο. Στους πλέον αστικοποιημένους Νομούς της χώρας μας, ήδη από το 2007 καταγράφονται περισσότερες γεννήσεις στις ηλικίες 30-34 σε σχέση με τις ηλικίες 25-29 ετών.

Οι πρώτες και δεύτερες γεννήσεις

Η τελευταία δεκαετία χαρακτηρίζεται από τη συνέχιση της μετάθεσης της αναπαραγωγικής δραστηριότητας των γυναικών προς τις μεγαλύτερες ηλικίες, η δε πρόσφατη οικονομική κρίση ενίσχυσε απλώς την τάση αυτή. Τίθεται όμως ταυτόχρονα ένα ερώτημα: Η μετατόπιση αυτή της συχνότητας τεκνοποίησης σε μεγαλύτερες ηλικίες, που είχε ως αποτέλεσμα το 2016 σε όλους τους Νομούς της χώρας μας οι γεννήσεις στα 30-34 έτη να είναι περισσότερες από τις αντίστοιχες στα 25-29 έτη, αφορά όλες τις γεννήσεις (πρώτες, δεύτερες, τρίτες, κοκ); Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, εξετάσαμε τις μεταβολές ανάμεσα στην αρχή και το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου της συχνότητας έλευσης των πρώτων και των δευτέρων γεννήσεων, οι οποίες αποτελούν το 85-86% του συνόλου των γεννήσεων. Από την ανάλυση προέκυψαν τρεις ομάδες νομών.

Στην πρώτη εντάσσονται η Πρωτεύουσα, τρεις Νομοί της Πελοποννήσου (Αχαΐα, Κορινθία και Μεσσηνία) και δύο νησιωτικοί Νομοί (Λέσβος και Λευκάδα), όπου οι πρώτες γεννήσεις στις ηλικίες 30-34 ετών είναι περισσότερες από τις δεύτερες τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος της υπό μελέτη περιόδου.

Το πλήθος των Νομών αυτών, αυξάνεται σημαντικά ανάμεσα στο 2007-08 και το 2015-16 (από 6 σε 25 αντίστοιχα). Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει Νομούς της κεντρικής Ελλάδας, της Μακεδονίας και Θράκης καθώς και τα Δωδεκάνησα, όπου τόσο το 2007-08 όσο και το 2015-16 είχαμε περισσότερες πρώτες γεννήσεις από δεύτερες στα 30-34 έτη. Το πλήθος των Νομών αυτών μειώνεται σημαντικά ανάμεσα στην αρχή και το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου (44 Νομοί το 2007-08, 25 το 2015-16). Τέλος, στην τρίτη ομάδα συγκεντρώνονται Νομοί όπου το 2007-08 καταγράφηκαν περισσότερες δεύτερες γεννήσεις από πρώτες στις ηλικίες 30-34 ετών, ενώ το 2015-2016 είχαμε το αντίστροφο (περισσότερες πρώτες από δεύτερες γεννήσεις στις ηλικίες αυτές. Στην ομάδα αυτή εντάσσονται κυρίως Νομοί της βορειοδυτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου ως και η πλειοψηφία των νησιωτικών νομών της χώρας και η Κρήτη (εκτός του Ν. Ρεθύμνης).

Πηγή: e-thessalia.gr