Εντυπωσιακό είναι το αποτέλεσμα των εργασιών συντήρησης των έργων του Θεόφιλου που επέστρεψαν και πάλι στο Μουσείο στην Μυτιλήνη

Εντυπωσιακό είναι το αποτέλεσμα των εργασιών συντήρησης των έργων του Θεόφιλου που εκτίθενται και πάλι στο Μουσείο από το περασμένο Σαββατοκύριακο.


Οι ειδικοί συντηρητές του Υπουργείου Πολιτισμού που ήρθαν στην Μυτιλήνη γι’ αυτό τον σκοπό πριν 10 μέρες, ολοκλήρωσαν το έργο τους σε 23 πίνακες, ενώ έπεται συνέχεια στην συνεργασία του Δήμου με το Υπουργείο για την συντήρηση και των υπόλοιπων έργων που παρουσιάζουν σημαντικές φθορές.

Ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού, Κώστας Αστυρακάκης, εκφράζει την ικανοποίησή του για την αρτιότητα και την ποιότητα του έργου που ανέλαβε το Υπουργείο, προκειμένου να συντηρηθεί και να αναδειχθεί η αξία των έργων του μεγάλου, λαϊκού ζωγράφου.

Η Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεοτέρων Μνημείων της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού, σε συνεργασία με το Δήμο, ανέλαβε τη συντήρηση της συλλογής του Μουσείου Θεόφιλου, η οποία αποτελείται από 86 ζωγραφικά έργα σε ύφασμα που χρονολογούνται γύρω στο 1930. Σήμερα, 23 από αυτά τα έργα επανεκτίθενται συντηρημένα και σε νέες κορνίζες μουσειακών προδιαγραφών στο ανακαινισμένο Μουσείο Θεόφιλου.

Η ομάδα συντήρησης της Υπηρεσίας που ασχολείται με τη συλλογή Θεόφιλου απαρτίζεται από τη Δρ Χριστίνα Μαργαρίτη, συντηρήτρια υφάσματος, την Κατερίνα Ευθυμίου, συντηρήτρια – MSc, και τον Παναγιώτη Κωσταλούπη, Προϊστάμενο του Τμήματος Εκτέλεσης Έργων.

Τα έργα του Θεόφιλου είναι ζωγραφισμένα απευθείας σε ύφασμα, χωρίς την ύπαρξη προετοιμασίας, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα ευαίσθητα σε ορισμένους παράγοντες φθοράς. Γύρω στο 1960, είχαν στερεωθεί με καρφιά σε ξύλινα τελάρα και είχαν τοποθετηθεί σε κορνίζες από λεπτό κόντρα-πλακέ με Plexiglas, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη δυσκολία παρατήρησης του έργου από τον επισκέπτη, λόγω αντανάκλασης του Plexiglas, καθώς και τη δημιουργία ευνοϊκού μικροκλίματος για την ανάπτυξη μικροοργανισμών και την εκκόλαψη εντόμων.

Οι φθορές που παρουσίαζαν τα έργα είχαν προκληθεί από τον τρόπο στήριξης και ανάρτησής τους, καθώς και από την έκθεσή τους σε ακτινοβολία και ακατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι κυριότερες φθορές ήταν χρωματική αλλοίωση της ζωγραφικής επιφάνειας, αποδυνάμωση του υφάσματος, επιφανειακοί ρύποι, οπές από τη δράση εντόμων, καθώς και ανάπτυξη μυκήτων (μούχλας) στην πίσω όψη ορισμένων έργων.
Η διαδικασία συντήρησης χωρίζεται σε τρία στάδια: Επέμβαση, αναλύσεις και ανάδειξη. Κατά το πρώτο στάδιο έγιναν εργασίες, όπως αφαίρεση των έργων από τα ξύλινα τελάρα, επιφανειακός καθαρισμός, συμπλήρωση περιοχών απώλειας, αντιμετώπιση της βιολογικής προσβολής, καθώς και τοποθέτησή τους με ράψιμο σε νέες βάσεις υποστήριξης, κατάλληλα κατασκευασμένες από τους συντηρητές για ζωγραφικά έργα σε ύφασμα.

Στο δεύτερο στάδιο πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις των χρωστικών σε συνεργασία με το Τμήμα Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ, καθώς και αναλύσεις των μικροοργανισμών που έχουν προσβάλει κάποια από τα έργα σε συνεργασία με το Τμήμα Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθήνας.

Τέλος, το τρίτο στάδιο αφορά στην πρόληψη πρόκλησης περαιτέρω φθορών στα έργα και στην ανάδειξή τους και περιλαμβάνει τη βελτίωση της μεθόδου ανάρτησης με ειδικά κατασκευασμένες κορνίζες από ξύλο οξιάς. Η ιδιαιτερότητά τους έγκειται στη χρήση ειδικού φύλλου ακρυλικού, το οποίο είναι άθραυστο και ελαφρύ, δεν χαράσσεται, δεν έχει αντανάκλαση, ενώ εμποδίζει τη διέλευση της βλαβερής υπεριώδους ακτινοβολίας κατά 99%. Το συγκεκριμένο υλικό ονομάζεται Optium Museum Acrylic, κατασκευάζεται από την εταιρεία Tru Vue και είναι πρώτη φορά που χρησιμοποιείται σε ελληνικό δημόσιο Μουσείο.
Την κατασκευή και τοποθέτηση των νέων κορνιζών ανέλαβε η εταιρεία La Cornice ΑΕΒΕ.
Κατόπιν επιτόπιου ελέγχου με ειδικό εξοπλισμό που πραγματοποιήθηκε από τους συντηρητές της Υπηρεσίας διαπιστώθηκε ότι τα επίπεδα της, εξίσου φθοροποιού, ορατής ακτινοβολίας, ήταν ιδιαίτερα αυξημένα. Με τη ρύθμιση και τη σωστή τοποθέτηση των λαμπτήρων επιτεύχθηκαν επίπεδα ακτινοβολίας μουσειακών προδιαγραφών, τα οποία μπορεί αρχικά να φαίνονται πολύ χαμηλά, αλλά είναι άκρως απαραίτητα για τη μακροβιότητα των έργων.

Πηγή ΝΕΑ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ

Γράφει η Ντινα Βερβερη