Η συγγραφέας Ηλιάνα Βολονάκη μιλάει στο LesvosPost.com για το νέο της Βιβλίο «Το Βαλς Των Ανέμων»

Η Ηλιάνα Βολονάκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει στέλεχος Τραπεζικών Υπηρεσιών και έκανε τις πρώτες της συγγραφικές της απόπειρες στις κόλλες των οικονομικών της βιβλίων!


Ερ: Σμύρνη, λοιπόν! Είναι η πρώτη φορά, πού γράφεις ένα Ιστορικό βιβλίο. Σωστά;

Απ: Ακριβώς! Η Σμύρνη, παρ’ όλη τη θλίψη της, έχει μια παράξενη έλξη, προς εμένα! Σαν να είχα ζήσει σε προηγούμενες ζωές μου, εκεί!

ΕΡ: Αληθινή ιστορία, λοιπόν!Ιστορικά ντοκουμέντα, με προτεύων ρόλο την ηρωίδα σου. Υπήρχε δυσκολία, σε αυτό το πάντ ρεμα;

Απ: Οι αναγνώστες, κρατούν στα χέρια τους ένα βιβλίο, με το οποίο ήμουν, είμαι και θα είμαι ερωτευμένη! Ξεκίνησε, να γράφετε σε ηλικία 20 χρόνων, πριν την μελαγχολία της νύχτας! Όσο το έγραφα, έζησα πολύ όμορφες στιγμές, κι όταν έπρεπε να διακόψω, αισθανόμουν ότι μου έλειπε. Η κληρονομιά που άφησε πίσω της, η ηρωίδα μου, δε εκφράζεται με λόγια, αλλά ούτε και με σημειώσεις, γράμματα, μορφασμούς.

ΕΡ: Ηλιάνα, θα χρησιμοποιήσω μια φράση του βιβλίου σου: Ποιος μπορεί να πει, ότι όταν αγαπάς, προσβάλεις τον εαυτό σου; Όταν, επρόκειτο, για δύο διαφορετικούς λαούς και μάλιστα το 1912, τότε, ναι. Τι έχεις, να πεις;

Απ: Τι έφταιγαν, αλήθεια; Πίστευαν στον ίδιο Θεό, μόνο που οι Τούρκοι τον ονόμαζαν, Αλλάχ.

ΕΡ: Ένας έρωτας, σκοτεινός, έτσι;

Απ: Που δεν θα ξημέρωνε με όσες ακτίνες, και αν, έριχνε ο ήλιος στα πρόσωπά τους!

ΕΡ: Κάπου, μέσα στο βιβλίο σου, η ηρωίδα, πιστεύει πώς όλη της η ζωή, ήταν ένα λάθος.

ΑΠ: Το ένα, μετά το άλλο! Και τι έκανε για αυτό; Απολύτως τίποτα. Δάγκωσε τα χείλη και προχώρησε.

ΕΡ: Ταξίδεψε στη Γαλλία και σε άλλες χώρες, μάλιστα, η Κασσάνδρα!

Απ: Ναι. Έπρεπε να μάθει… Να βρεί τη δύναμη, να βοηθήσει τα παιδιά και τα εγγόνια της.

ΕΡ: Τι είναι η αγάπη, σύμφωνα με το βιβλίο σου;

Απ: Θα μου επιτραπεί, η απάντησή μου, με ερώτηση; Αν ναι, τότε: Χρέος; Κανόνας; Νόμος; Δεν είναι ελευθερία; Δεν είναι κελαιδίσματα πουλιών στα αυτιά; Τι από όλα αυτά;

ΕΡ: Πίσω από την πολυσυζητημένη λάμψη του Παρισιού του Οσμάν, κρύβεται μια πόλη γεμάτη προβλήματα. Το κόστος της ζωής ανεβαίνει πολύ και πιο γρήγορα απ’ ό,τι οι μισθοί, η φτώχια μεγαλώνει. Οι τιμές των ενοικίων φτάνουν στα ύψη, και η κατάσταση των λιγότερο πλουσίων τάξεων γίνεται όλο και πιο ανησυχητική.

ΑΠ: Όπως και τώρα!

ΕΡ:  Τα χρόνια πέρασαν και η ηρωίδα, έζησε για μια ακόμη φορά την θύελλα του πολέμου.

ΑΠ: Έζησε για δεύτερη φορά το θάνατο και την ταλαιπωρία…

ΕΡ: Μερικές φορές κάνουμε πράγματα πού δεν γίνεται να τα εξηγήσουμε λογικά.

ΑΠ: Οι πράξεις μας βρίσκονται κρυμμένες στο υποσυνείδητό μας.

ΕΡ: Εκεί σπρώχνουμε τα γεγονότα πού θέλουμε να ξεχάσουμε ή να διαφοροποιήσουμε;

ΑΠ: Τυγχάνει να συνδέεται το υποσυνείδητο με το ασυνείδητο και να βγαίνουν στην επιφάνεια όσα έχουμε ανάγκη να κρύψουμε.

ΕΡ: Φοβόταν τελικά, η Κασσάνδρα. Είναι και εκείνη η φωτογραφία, σωστά;

ΑΠ: Την κρατούσε στο χέρι και προσπαθούσε να παλέψει με την καρδιά της και να χαϊδέψει τα  αποτυπωμένα χαρακτηριστικά της πού με τον καιρό είχαν αλλοιωθεί. 

ΕΡ: Είχε υποχρέωση, απέναντι στους άλλους. Έτσι, μάλιστα, δηλώνει σε όλο το βιβλίο! Έκανε, όμως την μεγαλύτερη θυσία. Εγκατέλειψε την μοναδική της αγάπη, έναν Τούρκο!

ΑΠ: Αφού, η ίδια, σε ότι έκανε, ένιωθε ένα τυραννικό κενό μέσα της. Γιατί, παιδευόταν, να τα βρει με τον εαυτό της και όταν δεν τα κατάφερνε, τα έβαζε με τους άλλους, για να μην τα βάλει με την κατάντια της. Κι ο λόγος; Δεν άντεχε να αναμετρηθεί με την αλήθεια. Με τα μυστικά της, με τα λάθη της. Αρνιόταν, να βρει λύσεις. Δεν έψαχνε και δεν έκανε τίποτα.  Απλώς, περίμενε μια ελπίδα.

ΕΡ: Θα ήθελες, να δεις το βιβλίο σου, μεταφρασμένο στα Τουρκικά; Πρόκειται για σκληρά λόγια.

ΑΠ: Πρόκειται για αληθείς. Όπως την καταγράφουν τα βιβλία και αυτοί, πού την έζησαν. Πάντως, το εύχομαι και ελπίζω, να κερδίσει τον κόσμο!

Ηλιάνα, σε ευχαριστώ πολύ! Καλές πωλήσεις!

Απόσπασμα βιβλίου:


Ήρθε η ώρα να μάθεις την αλήθεια όπως την έζησα εγώ… Μου ξεφούρνισε  κοιτώντας με στα μάτια.  Θέλω να την γράψεις και σε βιβλίο την ιστορία  μου… Πρέπει να μάθει ο κόσμος την αλήθεια… Πρέπει η Σμύρνη να  μείνει ζωντανή και εμείς οι Χριστιανοί- και ειδικά όσοι ζήσαμε την οργή των Τούρκων-  έχουμε τη δύναμη να το κάνουμε. Μου ψέλλισε την ώρα πού επιστρέφαμε στην Ελλάδα. Ένα μήνα σχεδόν, μείναμε στη Σμύρνη και ήταν αρκετός χρόνος για να την λατρέψω. Έμαθα τα κατατόπια της, την μυρωδιά της… Συνήθισα ακόμα και το Χότζα πού εκνεύριζε την Κασσάνδρα κάθε φορά πού έβγαινε και καλούσε για την καθημερινή προσευχή. Δεν μου έκανε καρδιά να φύγω. Είναι όμως, ώρα… Θέλω να αποθάνω στην ησυχία μου… Εδώ ο κόσμος όσο κι αν τον αγαπώ με τρομάζει… Με πλακώνει. Μου έλεγε με ζεστά μάτια γεμάτα θρήνο για την κατάντια της πόλης των αγγέλων.