Μυτιληνιός ο πρώτος Έλληνας δερματοστίκτης (tattoo artist)

Βίος και πολιτεία του Τζίμη, του πρώτου Έλληνα δερματοστίκτη που έχει καταγωγή την Μυτιλήνη.


O πρώτος (και πιο διάσημος) tattoo artist της Αθήνας μοιράζεται την πολυκύμαντη ζωή του με το LIFO.gr. Aπό τον Θανάση Χαραμή.

Είμαι νησιώτης, Μυτιληνιός. Γεννήθηκα ή το 1933 ή το 1935. Δεν είμαι και σίγουρος. Η μάνα μου λέει ’το 33, αλλά τα χαρτιά λένε το ’35. Κάποιο μπέρδεμα με τα πιστοποιητικά θα ’χε γίνει. Όλο έτσι συνέβαινε τότε. Όμορφα ήταν στο νησί, αλλά έφυγα μικρός. Ήμουν παιδί όταν, θυμάμαι, με είδε ένας εκεί που με είχαν πάρει μαζί στο κυνήγι και του φάνηκα σκληρό και δυνατό αγόρι. Μου είπε να με πάρει στα καράβια. Δεν το σκέφτηκα και πολύ. Πήγα. Μικρός ήμουνα, δεν θυμάμαι πόσο. Όλο τον κόσμο γύρισα. Όταν πήγα στην Αμερική τρελάθηκα. Πήδηξα από το καράβι κι έμεινα λαθραίος όταν δέσαμε στον Καναδά. Πήγα στο Τορόντο, έζησα εκεί κι έμαθα τη δουλειά δίπλα σε ανθρώπους που τους αγάπησα και με βοήθησαν.   Εγώ ζωγράφιζα καλά. Όταν ήμουν στα καράβια, αφού τελειώναμε τη δουλειά, πήγαινα με την μπουκάλα το ουίσκι και άραζα. Είχα μαζί χαρτί και μολύβι, έπινα και σχεδίαζα. Διαβόλους, τριβόλους και ό,τι έβλεπα στα ταξίδια μου. Στο Τορόντο δούλευα οικοδόμος και κάτω από το δώμα που έμενα ήταν ένα τατουατζίδικο. Μπήκα να δω κι εγώ τι ήταν εκεί μέσα. Τους γνώρισα, με γνώρισαν και κατέβαινα κι έπινα κάνα καφεδάκι με τον Μπίλι που το είχε. Μέσα είχε άλλους τέσσερις που δούλευαν γι’ αυτόν. Μια μέρα, ενώ έπινα καφέ, ο ένας πάλευε να σχεδιάσει ένα δελφινάκι. Το ’κανε μια, το ’κανε δυο, δεν του ’βγαινε. Του λέω «άσε να σ’ το φτιάξω εγώ». Πήρα το χαρτί και τσάκα-τσάκα το σχεδίασα. Το βλέπει ο Μπίλι, παθαίνει πλάκα και με πήρε εκεί να μάθω. Καλός άνθρωπός, ξηγημένος.

Εγώ ζωγράφιζα καλά. Όταν ήμουν στα καράβια, αφού τελειώναμε τη δουλειά, πήγαινα με την μπουκάλα το ουίσκι και άραζα. Είχα μαζί χαρτί και μολύβι, έπινα και σχεδίαζα. Διαβόλους, τριβόλους και ό,τι έβλεπα στα ταξίδια μου. Στο Τορόντο δούλευα οικοδόμος και κάτω από το δώμα που έμενα ήταν ένα τατουατζίδικο. Μπήκα να δω κι εγώ τι ήταν εκεί μέσα. Τους γνώρισα, με γνώρισαν και κατέβαινα κι έπινα κάνα καφεδάκι με τον Μπίλι που το είχε. Μέσα είχε άλλους τέσσερις που δούλευαν γι’ αυτόν. Μια μέρα, ενώ έπινα καφέ, ο ένας πάλευε να σχεδιάσει ένα δελφινάκι. Το ’κανε μια, το ’κανε δυο, δεν του ’βγαινε. Του λέω «άσε να σ’ το φτιάξω εγώ». Πήρα το χαρτί και τσάκα-τσάκα το σχεδίασα. Το βλέπει ο Μπίλι, παθαίνει πλάκα και με πήρε εκεί να μάθω. Καλός άνθρωπός, ξηγημένος.

Όταν γύρισα στην Ελλάδα λίγο μετά το ’70 ξεκίνησα να δουλεύω οδηγός στη γαλλική πρεσβεία. Μετά πήρα και μια άδεια ταξί. Έδινε ο Παπαδόπουλος άδειες τότε, πήρα κι εγώ μισή, αλλά δεν πολυδούλεψα. Δεν την ήξερα την Αθήνα και όλο προς το Φάληρο πήγαινα. Από το ταξί εκείνο ξεκίνησε και η ιστορία με τα τατουάζ. Από μια κούρσα μου καρφώθηκε η ιδέα στο κεφάλι. Είχα πάρει έναν ναύτη να τον κατεβάσω Πειραιά και με ρώτησε πού έκαναν τατουάζ στην Αθήνα. Του είπα «πουθενά, θα σ’ το κάνω εγώ». Δεν υπήρχε κανένας τότε να κάνει τέτοια πράγματα. Πού να τα ξέρουν; Τα μάζεψα, πήγα στον Καναδά, αγόρασα τα εργαλεία, γύρισα και ξεκίνησα να κάνω μόνος μου, πριβέ, στους ναύτες. Αυτά μέχρι το ’78. Μετά άνοιξα στην Πλάκα το πρώτο στούντιο.

Ήμουνα ο πρώτος στην Ελλάδα και από τους πρώτους στη Μεσόγειο. Θεοί και δαίμονες πέσαν να με φάνε. Η Αστυνομία με κυνήγησε πολύ. Ήμουνα, λέει, παράνομος. Τι παράνομος; Αφού δεν υπήρχε άδεια. Δυο φορές με πήγανε στα δικαστήρια. Την τελευταία φορά με είδε ο δικαστής και είπε να μην με ξαναπάνε εκεί. Έγινε χαμός στην Πλάκα με το που άνοιξα. Τότε ήταν όλο καμπαρέ, κέντρα και μπορντέλα με γυναίκες. Αυτοί με αγαπούσαν πολύ. Και τα κορίτσια μού φώναζαν: «Γεια σου, Τζιμάκο». Οι άλλοι με φοβόντουσαν. Σου λέει αυτός ήταν Αμερική, καράβια, τατουάζ, άγριος κι επικίνδυνος θα ’ναι. Άγριος ήμουν, αλλά επικίνδυνος όχι. Ποτέ δεν πείραξα κανέναν και ρώτα όποιον θες να σου πει για μένα. Αλλά δεν άφηνα και κανέναν να με πειράξει. Μόνο η Αστυνομία με είχε βάλει στο μάτι, γιατί έβλεπαν κόσμο πολύ να μπαινοβγαίνει, και κορίτσια. Όλο εκεί τους είχα τους αστυνόμους, να με ρωτάνε «τι γίνεται εδώ» και να με τραβολογάνε. Ο ένας και μοναδικός, κύριος με τα όλα του, ήταν ο Αρκουδέας, καλή του ώρα όπου και να ’ναι. Διοικητής της Αστυνομίας. Όταν ανέλαβε στην Πλάκα, πέρασε από το στούντιο, μπήκε μέσα, κοίταξε καλά-καλά, χαμογέλασε, είπε ένα «καλές δουλειές» κι έφυγε. Ούτε που κατάλαβα τι ήταν αυτός. Δεν φόραγε στολή. Πήγα μετά να κάνω μια δουλειά στο τμήμα και τον είδα μέσα. Ούτε με ξαναενόχλησαν.

Άλλος ξηγημένος και σπαθί που γνώρισα ήταν ο Γεώργιος Ράλλης, ο «δεν θέλω ου!». Τον είχα συναντήσει όταν ήμουν οδηγός στην πρεσβεία. Με είχε συμπαθήσει. Θυμάμαι, μετά από χρόνια, όταν με καλούσαν κάθε μέρα να παρουσιαστώ στο τμήμα, τον πήρα τηλέφωνο στο διαμέρισμά του στο Κολωνάκι, το σήκωσε η κυρα-Λένα και μου τον έδωσε. Του λέω «κύριε Ράλλη έτσι κι έτσι. Μπορείτε να κάνετε κάτι; Με κυνηγάνε κι εγώ κανέναν δεν πειράζω». Την άλλη μέρα σηκώθηκα νωρίς και ντύθηκα όμορφα να πάω στο τμήμα. Ούτε ήξερα τι με περίμενε. Μπήκα στο γραφείο του διοικητή και με στραβοκοίταγε. «Εσύ είσαι ο μάγκας με τα τατουάζ;» μου ρωτάει. «Μάλιστα» απαντάω εγώ και πριν προλάβω να ρωτήσω τι έκανα, χτυπάει το τηλέφωνο. Τον βλέπω να μιλάει και τον ακούω να λέει ένα «μάλιστα, κύριε Ράλλη». «Καθίστε, κύριε Μαματσή» μου λέει μετά.   Λεφτά; Τι λεφτά να έβγαζα, μωρέ; Ούτε θυμάμαι πόσο έκαναν τα τατουάζ τότε. Άσε που δεν είχα και ταρίφα. Όπως μπορούσαμε τη βγάζαμε και όπως-όπως πλήρωναν. Τα ναυτάκια που δεν είχανε λεφτά μου φέρνανε μπίρες και αναψυκτικά αμερικάνικα που τότε δεν τα έβρισκες στην Αθήνα και τα πούλαγα στη ζούλα, στο βανάκι που είχα. Δεν έκλεβα. Ποτέ δεν έχω κλέψει και δεν έκανα λωποδυσίες. Μια φορά στη ζωή μου βρήκα ένα δεκάρικο στον δρόμο και δεν το κράτησα. Έστριψα και πήγα και το έριξα στην εκκλησία. Ρώτα για τον Μαματσή να σου πούνε αν είναι τίμιος. Αυτοί που με κράτησαν στη δουλειά ήταν οι χίπηδες και οι ναύτες. Αυτοί ήταν οι πελάτες μου. Και οι γυναίκες. Αυτές δεν κάνανε τατουάζ, αλλά μπαινόβγαιναν στο στούντιο όλη μέρα. Ερχόντουσαν να δουν τι κάνουμε εδώ και να με χαιρετήσουν. Να δουν τι κάνει ο Τζιμάκος, το ομορφόπαιδο. Ήμουν ομορφόπαιδο και μάγκας, να ξέρεις. Μάγκας από του σωστούς. Όχι ότι περιαυτολογώ, αλλά πάνε χρόνια που τα θυμάμαι και λέω «κοίτα, τώρα, τι γίνεται».
Το μαγαζί μου ήταν ανοιχτό για όλους. Αν χτύπαγαν τατουάζ όσοι μπαίνανε εδώ μέσα, θα ήμουν πλούσιος. Ερχόντουσαν δημοσιογράφοι και παίρναν φωτογραφίες τον Τζίμη και τους χίπηδες και με βάζαν στις εφημερίδες. Μπήκε και ο Βέγγος μια μέρα. Ώσπου να τον καταλάβω και να σηκωθώ να τον χαιρετήσω, έκανε μια έτσι, κάτι είπε κι εξαφανίστηκε, όπως στις ταινίες. Το ’92-’93 άρχισα να βγάζω λεφτά. Άρχισαν να έρχονται περισσότεροι και να γίνεται μόδα. Όχι όπως τώρα, αλλά τότε δεν υπήρχε και άλλος. Στον Τζίμη όλοι. Και διάσημοι περάσανε και άλλοι, που δεν θα σ’ τους πω. Ο καλύτερος και ο πιο ξηγημένος, ο πρώτος που ήρθε, ήταν ο Πέτρος Φιλιππίδης. 
Λεβέντης και καλό παιδί. Φίλος μου. Του έκανα ένα ψαράκι που έχει στο χέρι. Ξανάρθε κι άλλες φορές. Και ο Ντέμης Νικολαΐδης ήταν πολύ σωστός άντρας. Όλοι καλοί ήταν, μωρέ, αλλά και να μην ήτανε, δεν θα σ’ το ’λεγα. Ρουφιάνος εγώ δεν είμαι και δεν λέω τέτοια.

Τώρα, τι να σου πω για την Αθήνα; Τι σχέση έχει με η σημερινή με την τότε Αθήνα; Καμία. Ακόμα και οι άνθρωποι έχουν αλλάξει, δεν άλλαξε μόνο η πόλη. Είναι όλοι με τα μούτρα κάτω και κατσουφιασμένοι. Και πώς να μην είναι, θα μου πεις. Σκατά μας κάνανε! Είμαι 80 χρόνων και κυκλοφορώ με μπαστούνι, όχι γιατί το έχω ανάγκη, αλλά για ασφάλεια. Δεν μασάω και δεν φοβάμαι, αλλά τις προάλλες με σταμάτησε ένας, εδώ πιο κάτω, και μου πούλησε τσαμπουκά για να του δώσω τα λεφτά μου. Του τις έριξα και ας μη με πιστεύεις. Δεν είναι, πάντως, η Πλάκα και το κέντρο που έζησα εγώ. Με ρωτάνε «Τζίμη, τι θα ψηφίσεις;» και τους λέω τον Τσίπρα. Ποιος; Εγώ. Που μια ζωή ήμουν Νέα Δημοκρατία. Τι να ψηφίσω τώρα; Αυτούς που μας διέλυσαν; Τους προδότες και τους κλέφτες που κάνανε την Ελλάδα χάλια; Ούτε τη Χρυσή Αυγή. Τον Τσίπρα θα ψηφίσω και ας μη συμφωνώ. Να δοκιμαστεί και αυτός και άμα δεν κάνει, να πάει μαζί με τους άλλους να τελειώνουμε. 

Πάθη; Ναι, είχα, αλλά όχι ναρκωτικά και τέτοια. Μακριά! Πάντα μακριά και, μάλιστα, εδώ δεν γούσταρα να έρχεται κανένας από αυτούς. Δεν τα ήθελα τα πρεζόνια. Ο τζόγος και οι γυναίκες μού αρέσανε. Και ιππόδρομος μου άρεσε πολύ. Ακόμα και τώρα παίζω γιατί είμαι παθιασμένος, αλλά είναι βρόμικος πολύ. Όποιος με ρωτάει, του λέω να μείνει μακριά. Θυμάμαι, παλιά, έπαιζα και ζάρια, αλλά δεν κόλλησα. Ξέρεις ποια ήτανε παθιασμένη με το μπαρμπούτι; Η Σωτηρία Μπέλλου. Εδώ από κάτω που τραγούδαγε, έκανε διάλειμμα και πήγαινε πίσω να παίξει ζάρια. Μεγάλη φωνή και πολύ κυρία. Άλλος μεγάλος ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Πρόλαβα και τον γνώρισα. Αυτά που τραγούδαγε βγαίναν από τη ψυχή του.

Μια γυναίκα αγάπησα και αυτή την έχω κάνει και τατουάζ. Την Ελένη. Την γνώρισα όταν ήταν 14 και είχα τη φωτογραφία της μαζί μου. Την έχω κάνει και τατουάζ στα στήθια μου. Πόσα τατουάζ έχω, μη με ρωτάς. Ούτε ξέρω. Πόσα έχω χτυπήσει; 
Αμέτρητα. Τα παράτησα το ’92-’93. Ανέλαβαν τα παιδιά μου. Από μικρά εδώ μέσα τα είχα. Δίπλα μου. Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει. Και ο Παύλος και η Άννα είναι σπουδαίοι και καμαρώνω που το συνεχίζουν. Είναι καλλιτέχνες και οι δύο. Περνάω και από το στούντιο και τους βλέπω. Έρχομαι εδώ και θυμάμαι τα παλιά. Κάνω και καμιά βόλτα και μετά σπίτι, με την κυρία Ελένη. 


Συνέντευξη: Θανάσης Χαραμής

Πηγή: www.lifo.gr