Το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και οι αιτιάσεις της Τουρκίας για αποστρατικοποίηση – Ανάλυση για Μυτιλήνη-Χίο-Λήμνο κτλ

Το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου


Μυτιλήνη - Χίος - Σάμος - Ικαρία

Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν αυτή που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας.Υπογράφηκε στην Ελβετία στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία, τις χώρες και συμμετείχαν στην συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της Σοβιετικής Ένωσης (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη). 

Με το άρθρο 13 της εν λόγω συνθήκης επιβλήθηκαν μέτρα μερικής αποστρατιωτικοποίησης στα νησιά Λέσβος (που στο κείμενο αναφέρεται Μυτιλήνη), Χίος, Σάμος και Ικαρία. Τα μέτρα αυτά αφορούν στον περιορισμό της στρατιωτικής υποδομής των νησιών αυτών, δηλαδή την απαγόρευση εγκατάστασης ναυτικής βάσης ή την ανέγερση οχυρωματικών έργων, την απαγόρευση υπέρπτησης της ελληνικής στρατιωτικής αεροπλοΐας πάνω από την «Ανατολία» ενώ ισχύει και αντίστοιχη απαγόρευση για την τουρκική αεροπλοΐα που απαγορεύεται να πετά πάνω από τα προαναφερόμενα νησιά. Το ίδιο άρθρο επιτρέπει στην Ελλάδα να διατηρεί «συνήθη» αριθμό καλουμένων για τη στρατιωτική θητεία οπλιτών, οι οποίοι δύνανται να εκπαιδεύονται επί τόπου, καθώς επίσης και δυνάμεων Χωροφυλακής και Αστυνομίας.

Ο σκοπός των μέτρων αυτών φαίνεται στην πρώτη φράση του άρθρου που είναι πολύ χαρακτηριστική: «Προς εξασφάλισιν της ειρήνης». Από όσα προαναφέρθηκαν διαπιστώνεται ότι : Είναι ασαφές το τι ακριβώς σημαίνει «συνήθης αριθμός» για τις στρατιωτικές δυνάμεις, καθώς επίσης τα αναφερόμενα για τη χωροφυλακή και την αστυνομία. Επίσης η συνθήκη αναφέρεται σε ναυτικές βάσεις όχι όμως σε αεροπορικές και δεν έχει ληφθεί υπόψη ότι η ισχύς μιας στρατιωτικής δύναμης εξαρτάται εκτός από τον αριθμητικό παράγοντα, και από άλλους συντελεστές, όπως η ποιότητα του εξοπλισμού της. Η ασάφεια που υπάρχει στις διατάξεις όσων προαναφέρθηκαν οφείλεται ως ένα βαθμό και στο ότι ελήφθη υπόψη η ασφάλεια των ελληνικών αυτών νησιών από ενδεχόμενη τουρκική απειλή.

Σύμφωνα με το άρθρο 60 της Συνθήκης της Βιέννης (1969) περί του «δικαίου των συνθηκών»: «Ουσιώδης παραβίαση ενός εκ των μερών, παρέχει το δικαίωμα ….στο ειδικά θιγόμενο μέρος λόγω της παραβιάσεως, όπως επικαλεσθεί αυτή ως λόγο αναστολής εφαρμογής της συνθήκης , στο σύνολο της ή εν μέρει στις μεταξύ αυτού και του παραβιάσαντος την συνθήκη κράτους, σχέσεις.», Όπως είναι γνωστό καθημερινά σημειώνονται παραβάσεις - παραβιάσεις του ελληνικού Εθνικού Εναέριου Χώρου από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη. Αυτές εκδηλώνονται συνήθως στο Β.Α. Αιγαίο και ιδιαίτερα πάνω από Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία, δηλαδή στα νησιά που η συνθήκη το απαγορεύει και η Τουρκία παραβιάζει συνεχώς τις σχετικές νομικές της υποχρεώσεις. 


Λήμνος – Σαμοθράκη

Η συνθήκη του Μοντρέ υπογράφηκε το 1936 από τη Βουλγαρία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση, Τουρκία, Αυστραλία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Αγγλία και Γιουγκοσλαβία. Είναι η συμφωνία που παραχωρεί τον έλεγχο των στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων στην Τουρκία και ρυθμίζει τη στρατιωτική δραστηριότητα στην περιοχή. Η διάρκειά της είναι 20ετής και υποκαθιστά (δηλ. καταργεί με αντικατάσταση) τη σύμβαση της Λωζάννης του 1923. Ισχύει όμως µέχρι σήµερα, παρόλο που προβλέπεται διαδικασία τροποποίησης/αναθεώρησής της, καθόσον δεν την έχει καταγγείλει κάποιο από τα συμβαλλόμενα µέρη και συνεπώς η ισχύς της ανανεούται. Σύμφωνα με το άρθρο 1 αναφέρεται ότι: «Η Τουρκία θα δύναται να επανεξοπλίση αµέσως την ζώνην των Στενών οία καθορίζεται εν τω προοιµίω της ρηθείσης Συµβάσεως».

Εύλογες απορίες δημιουργεί γιατί η ελληνική πλευρά δεν ζήτησε να συμπεριληφθεί παρόµοια διάταξη στη συνθήκη του Μοντρέ και για τα ελληνικά νησιά (Λήµνο και Σαµοθράκη) που είχαν επίσης υπαχθεί σε καθεστώς αποστρατικοποίησης µε την υπό κατάργηση, συνθήκη της Λωζάννης για το καθεστώς των στενών. Οι πιθανές εκδοχές για το γεγονός αυτό είναι η αδυναμία σωστής εκτίμησης από ελληνικής πλευράς συσχετισµού του επανεξοπλισµού των στενών µε αυτό των δύο ελληνικών νησιών και η ύπαρξη της «ελληνοτουρκικής φιλίας» επί της οποίας πολλά είχαν στηριχθεί.

Η θέση της ελληνικής πλευράς είναι ότι η ενέργεια να επανεξοπλίσει τη Λήµνο και τη Σαµοθράκη µετά την έναρξη ισχύος της σύµβασης είναι σύµφωνη προς τη συνθήκη του Μοντρέ διότι αυτή κατήργησε την αντίστοιχη σύµβαση της Λωζάννης, η οποία και πρoέβλεπε το καθεστώς αποστρατικοποίησης για τα δύο νησιά. Η νέα σύμβαση (Μοντρέ), δεν περιλαµβάνει διάταξη για αποστρατικοποίηση των δύο ελληνικών νησιών. Η νομιμότητα της ενέργειας επανεξοπλισµού της Λήµνου και Σαµοθράκης ενισχύεται και από:

Την επιστολή που απηύθυνε ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα το 1936, στον Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά. Στην επιστολή αυτή αναγνωρίζεται επίσηµα από τουρκικής πλευράς, χωρίς καµία επιφύλαξη και περιορισµό το δικαίωµα της Ελληνικής κυβέρνησης να επανεξοπλίσει τα δύο νησιά παράλληλα µε τον επανεξοπλισµό των Στενών. Συγκεκριµένα αναφέρει ότι «είµαστε εξ’ ολοκλήρου σύµφωνοι όσον αφορά στον εξοπλισµό των νησιών Σαµοθράκης και Λήµνου, ταυτόχρονα µε τον εξοπλισµό των Στενών».

Την επίσηµη δήλωση του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Rustu Aras στην τουρκική εθνοσυνέλευση, την 31η Ιουλίου 1936, κατά τη συζήτηση επικύρωσης της σύµβασης του Μοντρέ, παρουσία του Πρωθυπουργού Ισµέτ Ινονού. Η ακριβής δήλωση έχει ως εξής: «Οι διατάξεις που αναφέρονται στα νησιά Λήµνος και Σαµοθράκη, τα οποία ανήκουν στη γείτονα και φίλη Ελλάδα και που ήσαν αποστρατιωτικοποιηµένα, µε βάση τις σχετικές διατάξεις της συνθήκης της Λωζάννης καταργούνται κι’ αυτές από την συνθήκη του Μοντρέ» Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η δήλωση αποτελεί επίσημη τουρκική θέση, καθόσον έγινε από τον καθ’ ύλη αρµόδιο Υπουργό Εξωτερικών ενώπιον του κοινοβουλίου της χώρας του κατά τη διαδικασία επικύρωσης της σύµβασης.

Την επίσηµη ενηµέρωση από την Ελλάδα των κυβερνήσεων της Γαλλίας, Ιταλίας και Μεγάλης Βρετανίας, ότι µετά την έναρξη ισχύος της Σύµβασης του Μοντρέ η Ελληνική κυβέρνηση «προέβη σε στρατιωτική κατάληψιν των νήσων Λήµνου και Σαµοθράκης». Καµία από τις τρεις κυβερνήσεις δεν έφερε αντίρρηση ούτε εξέφρασε κάποια επιφύλαξη για τον επανεξοπλισµό των δύο νησιών.

Σύµφωνα µε την επίσηµη τουρκική θέση, που περιλαµβάνεται στην ιστοσελίδα του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών το καθεστώς αποστρατικοποίησης της Λήµνου και Σαµοθράκης προβλέπεται, από το άρθρο 12 της συνθήκης της Λωζάννης και συνεχίζει να ισχύει, διότι η σύµβαση του Μοντρέ δεν την τροποποίησε στο σηµείο αυτό, καθόσον προβλέπεται η κατάργηση της αποστρατικοποίησης µόνο για τα στενά (συμπεριλαμβανομένης της Ίµβρου και Τενέδου). Η Τουρκία αµφισβήτησε αρχικά το νοµικό καθεστώς µε ρηµατική διακοίνωση προς την ελληνική κυβέρνηση, µε αφορµή τα γεγονότα της Κύπρου του 1967. Επανήλθε µετά το 1974 και συστηµατικά πλέον από το 1977 στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.

Χαρακτηριστικό των τουρκικών θέσεων είναι το θέμα που προέκυψε κατά τη διάρκεια ΝΑΤΟϊκής άσκησης το 2000 που διεξήχθη σε τουρκικό έδαφος με τη συμμετοχή ελληνικών χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων. Η Τουρκία προέβη στην τροποποίηση του αρχικού σχεδιασμού που προέβλεπε τη χρησιμοποίηση συγκεκριμένων αεροδιαδρόμων υπεράνω της Λήμνου και τις Σαμοθράκης από αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας. Το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία ανέφερε ότι διαπιστώθηκε η «ύπαρξη στοιχείων που έχουν χαρακτήρα παραβιάσεως του καθεστώτος αποστρατικοποιήσεως των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες». Η άρνηση της Τουρκίας να μεταβάλει την στάση της και να επαναφέρει το σχεδιασμό που είχε προαποφασισθεί από τη Συμμαχία, καθώς και η κλιμάκωση της προκλητικότητας από την τουρκική πλευρά (απαγόρευση του τουρκικού εναερίου χώρου σε ελληνικά αεροσκάφη που εξορμούσαν από την Ελλάδα και αναχαίτιση τους από τουρκικά μαχητικά), επικαλούμενη λόγους ασφαλείας πτήσεων, υποχρέωσε την ελληνική πλευρά να ζητήσει από τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ τη διακοπή της άσκησης. Σε όλη την διάρκεια της εμπλοκής, η Τουρκία με δηλώσεις και ανακοινώσεις εμφανιζόταν ως «νομιμόφρων» σύμμαχος, αποφασισμένη όμως να μην απεμπολήσει τα νόμιμα δικαιώματα της και κατηγορούσε την Ελλάδα ότι με τη συμπεριφορά της έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή της Συμμαχίας.


Πηγη www.onalert.gr